10/4/14

Πόσο αριστερό είναι το αίτημα για έξοδο απο την Ευρωπαική Ένωση;


Περίληψη ομιλίας σε εκδήλωση της Συμπόρευσης.
(Κέρκυρα- Απρίλης 2014).

α) τρία θεωρητικά προλεγόμενα.

Για να προσεγγίσουμε το ζήτημα της εξόδου απο την Ευρωπαϊκή Ένωση απο μαρξιστική άποψη, θα πρέπει κατά την γνώμη μας να εξετάσουμε πρώτα τρία κρίσιμα θεωρητικά ζητήματα.

  1. σοσιαλισμός σε μια χώρα;

Είναι γνωστή η θεωρητική αντίληψη που ταλαιπώρησε το επαναστατικό κίνημα (τουλάχιστον την συντριπτική πλειοψηφία του, εξαιρουμένων των τροτσκιστικών ομάδων) μέχρι την κατάρρευση των κοινωνιών του “υπαρκτού”. Αυτό που ίσως δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι αυτή η “θεωρία”, διαμετρικά αντίθετη απο τις αντιλήψεις του Μαρξ, δεν ήταν θεωρητική επιλογή των μπολσεβίκων αλλά επιβλήθηκε απο την τροπή που πήραν τα γεγονότα, δηλαδή μετά την αποτυχία της επανάστασης στην αναπτυγμένη Δύση. Το λενινιστικό σχέδιο του αδύνατου κρίκου δεν ήταν με κανένα τρόπο σχέδιο σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε μια, και μάλιστα καθυστερημένη χώρα, προϋπέθετε να αρχίσει η επανάσταση στον αδύνατο κρίκο (τότε Ρωσία) και να ολοκληρωθεί με επαναστάσεις στην Δύση.
Το 1918 γράφει ο Λένιν “…δεν μπορεί να νοηθεί πλήρης νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια μόνο χώρα, αλλά απαιτείται η πιο δραστήρια συνεργασία μερικών τουλάχιστον προηγμένων χωρών, ανάμεσα στις οποίες δεν μπορούμε να συγκατατάξουμε τη Ρωσία…” (άπαντα τόμος 37, σελ 153). Η ίδια ιδέα επαναλαμβάνεται σε όλα σχεδόν τα έργα του Λένιν μέχρι το θάνατο του.
“…πάντα διακηρύσσαμε και επαναλαμβάναμε τη στοιχειώδη αλήθεια του μαρξισμού, ότι για τη νίκη του σοσιαλισμού χρειάζονται οι συντονισμένες προσπάθειες των εργατών μερικών προηγμένων χωρών” (Λένιν άπαντα, τόμος 44, σελ 418).
Ο ίδιος ο Στάλιν, που θεωρείται πατριάρχης αυτής της αντίληψης, το 1924, σε διάλεξη του στο πανεπιστήμιο Σβερντλώφ, έλεγε “…μπορεί να επιτευχθεί η νίκη του σοσιαλισμού σε μια χώρα χωρίς τις κοινές προσπάθειες του προλεταριάτου μιας σειράς αναπτυγμένων χωρών; Όχι, αυτό είναι αδύνατο…για την τελική νίκη του σοσιαλισμού, για την οργάνωση της σοσιαλιστικής παραγωγής, οι προσπάθειες μιας χώρας, ιδιαίτερα μιας αγροτικής χώρας σαν την Ρωσία, είναι ανεπαρκείς.” Αργότερα στην δεύτερη έκδοση των απάντων του Στάλιν, η διατύπωση άλλαξε και έγραφε ακριβώς τα αντίθετα, συμβαδίζοντας με τις καινούργιες απόψεις της σοβιετικής ηγεσίας για “οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα”.
Η ήττα της επανάστασης στην Γερμανία (αλλά και Ουγγαρία) έφερε την σοβιετική εξουσία σε τρομερά αμήχανη θέση: ή να παραδώσει την εξουσία, ή να προσπαθήσει σχεδόν το ακατόρθωτο. Το προσπάθησε με τα γνωστά αποτελέσματα.
Μετά την κατάρρευση, πολλοί μαρξιστές ξαναγυρίσαμε στην σκέψη του Μαρξ και απορρίψαμε τουλάχιστον στα λόγια την οικοδόμηση σε μια χώραi, αλλά δυστυχώς στην στρατηγική των περισσότερων απο εμάς υποβόσκει ακόμα, άρρητα η ίδια αυτή αντίληψη όταν διατυπώνουμε πολιτικά σχέδια. Και στο σχέδιο για έξοδο απο την ΕΕ δεν υποκρύπτεται σε μεγάλο βαθμό η αντίληψη ότι στην Ελλάδα θα ανοίξουμε τον δρόμο για τον σοσιαλισμό ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη θα παραμένει στον καπιταλισμόii;

  1. σε τι στάδιο του καπιταλισμού βρισκόμαστε;
Μεγάλο μέρος της μαρξιστικής σκέψης αποδέχεται ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται πια σε νέο στάδιο. Άλλοι το ονομάζουν ολοκληρωτικό, άλλοι διεθνικό ή υπερεθνικό, άλλοι υπονοούν ότι αυτό περιγράφεται με τον όρο παγκοσμιοποίηση. Δεν υπάρχει ταυτότητα και στα χαρακτηριστικά του αν και σε πολλά σημεία οι αναλύσεις μοιάζουν. Σε γενικές γραμμές είναι:
α) οι νέες παραγωγικές δυνάμεις των τεχνολογιών πληροφορικής,
β)οι νέες παραγωγικές μετά-φορντικές σχέσεις και οι νέες διαιρέσεις και τυποποιήσεις στη εργατική τάξη,
και γ) το βάθεμα της διεθνοποίησης με την μορφή του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, με την μερική μεταφορά της υλικής παραγωγής σε επιλεγμένες τρίτες χώρες και κύρια με την μορφή των ολοκληρώσεων.
Οι ολοκληρώσεις είναι ένα βήμα μπροστά απο το προηγούμενο στάδιο. Άρα η συμμετοχή μιας χώρας σε ολοκληρώσεις είναι ένα αντικειμενικό, στην βάση του προοδευτικό γεγονός. Φυσικά η ανάλυση πρέπει να ξεχωρίσει τι στην διαδικασία είναι αντικειμενικό (η μορφή της διεθνοποίησης, της ολοκλήρωσης) και τι επιδέχεται πολιτική ρύθμιση (το περιεχόμενο, οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις που καθορίζονται απο τον εξελισσόμενο συσχετισμό δυνάμεων). Η γενική όμως γραμμή εξόδου και επιστροφής σε μια προηγούμενη φάση είναι και πολιτικά αντιδραστική και οικονομικά επιζήμια. Ακόμα και χώρες που δεν μετέχουν τυπικά σε ολοκληρώσεις, έχουν οικονομίες διαπλεκόμενες στην βάση του νέου παγκόσμιου καταμερισμού με βάση το συγκριτικό πλεονέκτημα. Η μόνη λογικά εναλλακτική είναι μια οικονομία αυτάρκειας, πράγμα σήμερα αδύνατο ακόμα και για μεγάλη χώρα πόσο μάλλον για μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα.
Η γραμμή της εξόδου στην ουσία προτείνει την επιστροφή σε προηγούμενό στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Άθελα φέρνει κανείς στο νου του την αναφορά του Μαρξ στον λεγόμενο φεουδαρχικό σοσιαλισμό, που έκανε κριτική στα δεινά του καπιταλισμού απο την σκοπιά της φεουδαρχίας. Οι αναλογίες είναι κάτι παραπάνω απο φανερές.
Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι πρόσφατα ο ευρωσκεπτικισμός και η πολιτική απομόνωσης σε όλη την Ευρώπη είναι πολιτική όχι απλά των Δεξιών αλλά κύρια των ακροδεξιών κύκλων και κομμάτων. Άλλο αν η κρίση και η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική των ηγετικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οδηγεί και ορισμένους αριστερούς κύκλους σε μια τέτοια αντίληψη. Στην Ελλάδα έχουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία η αντι-ΕΕ πολιτική να θεωρείται όχι μόνο αριστερή πολιτική αλλά από κάποιους το ύψιστο κριτήριο αριστεροσύνης. Να προσθέσουμε ότι η θέση για “έξω απο την ΕΟΚ των μονοπωλίων” της δεκαετίας του '70 είχε διατυπωθεί σε άλλες συνθήκες. Κατ αρχήν τότε υπήρχε εναλλακτική λύση συμμετοχής σε σοσιαλιστική (με εισαγωγικά ή χωρίς) ολοκλήρωση (ΚΟΜΕΚΟΝ), β) η διεθνοποίηση (παγκοσμιοποίηση κατ άλλους) δεν είχε εξελιχθεί και βαθύνει όπως 40 χρόνια αργότερα, και γ) εν πάση περιπτώσει είναι άλλο το κόστος την μη ένταξης και άλλο το κόστος της αποδέσμευσης μιας οικονομίας που επί 30 χρόνια εξελίσσεται με βάση τη λογική συμμετοχής σε ολοκλήρωση, και διαπλέκεται ανάλογα.

  1. διαπλοκή εθνικού με ταξικό.
Όσο και αν η εξίσωση ότι εθνικό σημαίνει αστική ιδεολογία και ταξικό σημαίνει μαρξισμός, είναι υπερβολή και υπεραπλούστευση, άλλο τόσο είναι σωστό ότι η υπερενίσχυση του εθνικού σε βάρους του ταξικού στοιχείου στην πολιτική είναι υποχώρηση στην αστική ιδεολογία, εκτός φυσικά απο ειδικές περιπτώσεις όπως μιας πραγματικής εθνικής κατοχής (λέμε πραγματικής γιατί η χρήση του όρου για να περιγράψει την σχέση κυβέρνησης-τρόικας είναι λαθεμένος όπως θα δείξουμε παρακάτω). Πάντως η σωστή αναλογία ή “μείγμα” πολιτικής είναι ανοικτό και επίδικο ζήτημα όπως φαίνεται στα ιστορικά παραδείγματα πχ του γνωστού γράμματος του Ζαχαριάδη το 1940, ή της διαμάχης Λένιν και Β' Διεθνούς για την στάση απέναντι στην άμυνα της “πατρίδας”.
Στην χώρα μας παρατηρείται μια τάση υπερεκτίμησης του εθνικού, ίσως λόγω της πετυχημένης ιστορικής εμπειρίας του ΕΑΜ, και αργότερα του ρόλου του αμερικάνικου παράγοντα στην δικτατορία. Θεωρητικά δικαιολογείται με τις θεωρίες της υπανάπτυξης και της “εξάρτησης”. Ο “αντί-ιμπεριαλισμός” και τα σχετικά στάδια στην χάραξη στρατηγικής, ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν ακόμα την Αριστερά. Εν πάση περιπτώσει ανεξάρτητα απο το πώς λειτούργησαν στο παρελθόν, δεν μπορεί να είναι η βάση της πολιτικής για σήμερα. Θα υπάρχει σαν στοιχείο και λόγω μιας αντικειμενικής βάσης (ανισομετρία δύναμης μεταξύ των ισχυρότερων και λιγότερο ισχυρών κρατών) αλλά και λόγω του ότι παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην συνείδηση πλατειών μικροαστικών στρωμάτων με τα οποία θέλουμε να συμμαχήσουμε και να εκφράσουμε σαν επαναστατικό κίνημα, αλλά δεν μπορεί να κυριαρχεί. Πιο γραφική περίπτωση είναι αυτή του ΕΠΑΜ-Καζάκη, που ο λόγος του πολλές φορές δεν ξεχωρίζει απο αυτόν των ΑΝΕΛ, για να μην πούμε τίποτα χειρότερο. Ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω δεν αποτελεί και ελληνική πρωτοτυπία όπως θα γνωρίζουν όσοι έχουν μελετήσει την ιστορία της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπου πρωτοεμφανίστηκε το ρεύμα του λεγόμενου εθνικομπολσεβικισμού, που ήταν μείγμα μπολσεβικισμού και εθνικοσοσιαλισμού, δηλαδή “αριστεροί” με έντονα εθνικιστικό λόγο, λόγω της ταπεινωτικής τότε συνθήκης των Βερσαλιών. Σήμερα μια τέτοια εθνικιστική λογική πηγάζει απο το μνημόνιο και την ταπεινωτική υιοθέτηση μέτρων που φαίνεται να επιβάλλουν οι “ξένοι”, η τρόικα και η Ευρωπαϊκή Ένωσηiii. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Αυτή είναι η πολιτική που η ελληνική αστική τάξη δεν μπορούσε να επιβάλλει λόγω συσχετισμού δύναμης (να θυμίσουμε τα μέτρα Γιαννίτση και πώς αναγκάστηκαν να τα πάρουν πίσω φοβούμενοι πολιτικές ανατροπές, αυτό δηλαδή που έγινε αργότερα με το μνημόνιο), και διαλέγει έναν φαινομενικά “εξωτερικό” τρόπο επιβολής, εμφανιζόμενη να αντιστέκεται και να “διαπραγματεύεται”. Η πολιτική εξόδου απο την Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει την “καλή” μικροαστική παράδοση υπερεκτίμησης του εθνικού και υποτιμώντας το ταξικό στοιχείο (βλέποντας αντιθέσεις μεταξύ χωρών αντί μεταξύ τάξεων). Για να καταλάβουμε πόσο εθνικιστικά μπορεί να γλιστρήσει μια τέτοια αντίληψη ας σκεφτούμε πόσο είναι στην προβληματική ενός τέτοιου σχεδίου η φροντίδα ώστε το όποιο κούρεμα του ελληνικού χρέους να μην το φορτωθεί η γερμανική εργατική τάξη, αλλά οι Γερμανοί τραπεζίτεςiv.


β) πέντε βασικά πολιτικά σημεία απέναντι στην πολιτική εξόδου απο την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στην βάση των θεωρητικών ζητημάτων που εξετάσαμε θα συνεχίσουμε με πέντε ζητήματα πολιτικής:
  1. Πως αντιμετωπίζουν οι βασικές τάξεις και μερίδες τάξεων το ζήτημα της εξόδου;
    1. η πλειοψηφία της αστικής τάξης, ή τουλάχιστον τα πιο δυναμικά τμήματα της -εξαγωγικές βιομηχανίες, τουρισμός- είναι υπέρ της δραχμής. Το ερώτημα είναι γιατί η κυρίαρχη αστική πολιτική είναι υπέρ του Ευρώ. Οι πολιτικοί λόγοι -σιγουριά και στήριξη σε ένα αναπτυγμένο καπιταλιστικό κέντρο- δεν είναι σήμερα κατά την γνώμη μου η κύρια εξήγηση. Το βασικό είναι ότι η κυρίαρχη μερίδα στο αστικό μπλοκ είναι οι τραπεζίτες και αυτοί όπως ξέρουμε είναι προφανώς υπέρ του Ευρώ.
    2. Από τα μεσαία στρώματα, ένα μειοψηφικό αλλά συνεχώς διευρυνόμενο στρώμα, που καταστρέφεται απο τις μνημονιακές πολιτικές είναι υπέρ της εξόδου, ή αρχίζει να προσανατολίζεται στην έξοδο, ιδιαίτερα που ο Σαμαράς συνδέει την καταστροφική πολιτική του με την ανάγκη παραμονής στο Ευρώ. Πάντως η πλειοψηφία ακόμα, και πολύ περισσότερο το 2012, ήταν υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως έδειξε και η εκλογική νίκη Σαμαρά που στηρίχτηκε στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    3. Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης (κύρια της πιο σύγχρονης και μορφωμένης) είτε είναι υπέρ της Ευρωπαϊκή Ένωσης, ή δεν βάζει ζήτημα εξόδου. Αυτό δεν φαίνεται μόνο στις δημοσκοπήσεις, ή απο το πολιτικό βάρος των κομμάτων που υποστηρίζουν την μια ή την άλλη άποψη. Όποιος διατηρεί ζωντανούς δεσμούς με την εργατική τάξη το γνωρίζει απο πρώτο χέρι. Αλλά δεν είναι και τόσο παράλογο που δεν είναι υπέρ της εξόδου. Ο νεοφιλελευθερισμός υλοποιείται παντού άρα δεν χρεώνεται αποκλειστικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση (μνημόνια εφαρμόζουν και χώρες εκτός). Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα απο τα πιο αναπτυγμένα κέντρα του καπιταλισμού, με σημαντικές λαϊκές κατακτήσεις. Εξ άλλου η εργατική τάξη τα χρόνια πριν την κρίση πολλές φορές αξιοποίησε τις κατακτήσεις του λαϊκού κινήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τις δικές της διεκδικήσεις.  Είναι το πιο προχωρημένο κέντρο πολιτισμού.
    4. Τέλος μια ειδική διαταξική κατηγορία είναι τα εύπορα στρώματα που έχουν βγάλει λεφτά στο εξωτερικό. Αυτά δεν περιορίζονται σε μέλη της αστικής τάξης. Αρκετοί εύποροι μικροαστοί, ακόμα και κάποιοι καλοπληρωμένοι μισθωτοί έχουν λογαριασμούς στο εξωτερικό. Αυτοί όλοι όχι μόνο δεν θα χάσουν απο μια επιστροφή στη δραχμή αλλά θα δουν τα χρήματά τους να αυξάνουν σε αγοραστική δύναμη, και θα μπορούσαν εύκολα να κερδοσκοπήσουν σε μια τέτοια περίπτωση.
  2. Είδαμε λοιπόν ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων σήμερα είναι υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τουλάχιστον δεν είναι υπέρ της εξόδου. Άρα ακόμα και αν οι αναλύσεις που παρουσιάσαμε προηγούμενα ήταν όλες λαθεμένες, ακόμα και αν όλα οδηγούσανε στην ανάγκη της εξόδου για την υλοποίηση ενός αριστερού προγράμματος, ακόμα και τότε ένα κόμμα δεν θα μπορούσε να διεκδικεί την κατάκτηση της πλειοψηφίας των εργαζομένων προτείνοντας την έξοδο, πολύ δε μάλλον να τη θεωρεί κύριο ζήτημα και κριτήριο για οποιαδήποτε συμμαχία. Το λογικό θα ήταν να αφήσει το ζήτημα ανοικτό, να κερδίσει πρώτα την πλειοψηφία, να προσπαθήσει να εφαρμόσει το πρόγραμμα του και να αφήσει οι δυσκολίες και τα εμπόδια που θα ανακύπτουν απο την Ευρωπαϊκή Ένωση να δείξουν στην λαϊκή πλειοψηφία την αναγκαιότητα εξόδου. Οι μάζες έτσι πείθονται, με την ίδια τους την πείρα. Άρα ένα κόμμα που προτάσσει την έξοδο απο την Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει όχι μόνο να μην ενδιαφέρεται για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά και με αυτήν την πολιτική δυσκολεύει την κατάκτηση της.
  1. Η αλήθεια είναι ότι η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η επιμονή του Σαμαρά να θέτει το ζήτημα με διλημματικό τρόπο, ταυτίζοντας την με τα μνημόνια και τις καταστροφές που επιφέρουν, πριμοδοτεί μια αντι-ΕΕ στάση. Δεν είναι απίθανο μια όξυνση της κατάστασης ή μια απρόβλεπτη αντίδραση των ηγετικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να οδηγήσει την πλειοψηφία του λαού σε αντι-ΕΕ θέσεις, ή την χώρα έξω απο το Ευρώ ή και ακόμα και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε φυσικά πρέπει, παρά τις αναλύσεις που παρουσιάσαμε παραπάνω, να αλλάξει το σχέδιο και να επεξεργαστούμε αντίστοιχους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους, παρά τις θυσίες που θα απαιτηθούν και τις δυσκολίες που θα προκύψουν. Αλλά αυτό είναι κάτι που θα οφείλεται σε μια ειδική συγκυρία, και δεν θα είναι δική μας επιλογή. Εν πάση περιπτώσει όποιος χειρισμός και αν απαιτηθεί σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο θα πρέπει να έχει την καθαρή λαϊκή νομιμοποίηση με μορφές που δεν χωράνε αμφισβήτηση (πχ εκλογές ή δημοψήφισμα κτλ). 
     
  2. το πραγματικό πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δέχεται δυο απαντήσεις. Ή επιδιώκουμε μια οικονομία υψηλών αμοιβών και υψηλής τεχνολογίας, ή θα πάμε σε μια προσπάθεια ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας με υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης, διατηρώντας όμως έτσι μια τεχνολογική υστέρηση. Για την υποτίμηση υπάρχουν δυο δρόμοι. Ο ένας είναι αυτός που εφαρμόζεται σήμερα, ο δρόμος των μνημονίων, που φαίνεται σαν εξωτερική επιβολή, απο την τρόικα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και αυτό γίνεται γιατί ο συσχετισμός δύναμης δεν επέτρεψε στην αστική τάξη να τον εφαρμόσει με τις δικές δυνάμεις. Ο άλλος δρόμος είναι της εξόδου απο την Ευρωπαϊκή Ένωση και η υποτίμηση με την μέθοδο της νομισματικής διολίσθησης. Δηλαδή η φρασεολογία για ανάκτηση του εργαλείου της νομισματικής πολιτικής οδηγεί στον ίδιο στόχο, στην διατήρηση της τεχνολογικής υστέρησης, και της ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας με άγρια λιτότητα, ανεξάρτητα από την “αριστερή” φρασεολογία. Η ειρωνεία είναι ότι ενώ η αριστερά θα χρεωθεί τις μεγάλες δυσκολίες αυτού του δρόμου (λιτότητα, ελλείψεις σε βασικά εισαγόμενα είδη, πληθωρισμός, επενδυτική αποχή, μαύρη αγορά, λαθρεμπόριο αγαθών που λείπουν, διπλή αγορά συναλλάγματος, κερδοσκοπία με το συνάλλαγμα και με τα ήδη τοποθετημένα στο εξωτερικό κεφάλαια), η όποια ανάπτυξη θα ακολουθήσει μετά κάποια χρόνια το πιθανότερο είναι να πιστωθεί σε μια επόμενη Δεξιά κυβέρνηση, που θα έχει κεφαλαιοποιήσει την δυσαρέσκεια των εργαζομένων και θα έχει εκδιώξει την Αριστερά απο την κυβέρνηση.
  3. τέλος είναι αλήθεια ότι ενώ η πολιτική της αποχώρησης δεν πλειοψηφεί στο σύνολο των εργαζομένων, πλειοψηφεί όμως μάλλον στον κόσμο που θεωρεί τον εαυτό του αριστερό, (ίσως σαν αποτέλεσμα της πολιτικής ηγεμονίας του ΚΚΕ στην αριστερά την εικοσαετία μετά την μεταπολίτευση, ή και απο αδράνεια επιμονής σε ένα σύνθημα που όταν πρωτοδιατυπώθηκε ήταν άλλες οι συνθήκες). Το ότι λοιπόν στους αριστερούς στην χώρα μας πλειοψηφεί ή ιδέα μιας Ελλάδας εκτός ολοκληρώσεων, τροφοδοτεί το πολιτικό σχέδιο που θέτει την έξοδο σαν κύριο προγραμματικό ζήτημα, δηλαδή είναι μια πολιτική που δεν προσπαθεί να αλλάξει τον συσχετισμό στην κοινωνία υπέρ της Αριστεράς, αλλά τον εσωτερικό συσχετισμό στην Αριστερά. Είναι όμως αυταπάτη να προσπαθεί κανείς να κεφαλαιοποιήσει στην αποτυχία μια κυβέρνησης της αριστεράς. Αρκεί να αναλογιστούμε τι έγινε με την κατάρρευση του υπαρκτού. Συμπαρέσυρε όλα ρεύματα της Αριστεράς ακόμα και εκείνα που στέκονταν όχι απλά κριτικά, αλλά είχαν το κύριο μέτωπο τους απέναντι στην ΕΣΣΔ, όπως οι διάφορες μ-λ ομαδούλες, που εξαφανίστηκαν. Επίσης το θεμιτό καθήκον της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν πρέπει να μετατρέπεται σε αθέλητη βοήθεια στον αντίπαλο και μάλιστα σε συνθήκες ισορροπίας συσχετισμού δυνάμεων, που μόνο μια κλωστή χωρίζει τη νίκη απο την ήττα. Δείτε για παράδειγμα την περίπτωση του ΚΚΕ. Θεωρώντας σαν κύριο εχθρό του την υπόλοιπη αριστερά και ιδιαίτερα τον ΣΥΡΙΖΑ, αποσύροντας τον εαυτό του απο την τρέχουσα πολιτική πάλη, ουσιαστικά βοηθά να παραμείνει η ακροδεξιά κυβέρνηση του Σαμαρά. Θα μπορούσε αν ήθελε να αντιπαλεύει τον ΣΥΡΙΖΑ, βοηθώντας τον όμως ταυτόχρονα να ανατρέψει τον Σαμαρά και την πολιτική των μνημονίων. Αυτή εξ άλλου ήταν και η πολιτική που ο Λένιν υποδείκνυε στα επαναστατικά κόμματα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με το αίτημα της εξόδου. Κάνοντας το κύριο ζήτημα και αναδείχνοντας στην ουσία την ατζέντα της ΝΔ, δεν βοηθιέται η χειραφέτηση του κόσμου της εργασίας ούτε η βελτίωση του συνολικού συσχετισμού δυνάμεων. Φυσικά κάθε δύναμη κρίνεται και μια σημαντική ένδειξη για αυτό είναι η υποστήριξη που παίρνει κάθε πολιτικό σχέδιο απο την πραγματική εργατική τάξη.




iΠάντως ο Σ. Μαυρουδέας (ένας απο τους τρεις ομιλητές) ισχυρίστηκε όχι ότι μόνο σε μια, αλλά και σε ...μισή χώρα μπορεί να γίνει σοσιαλισμός. Πιθανά. Διερωτάται όμως κανείς τι είδους “σοσιαλισμός” θα είναι. Μισή χώρα με “σοσιαλισμό” έχουμε σήμερα, την Β. Κορέα. Αν το όραμα είναι αυτό, τότε δεν μένουν και πολλά να συζητήσουμε.
iiΓια να φανεί το παράλογο αυτής της αντίληψης ας κάνουμε το εξής συλλογισμό εργασίας: το σχέδιο της εξόδου με αριστερό πρόσημο, το υποστηρίζουν στην Ελλάδα πολιτικές δυνάμεις που έχουν ελάχιστη επιρροή (πχ 1-2% αν θέλουμε να το μετρήσουμε σε εκλογικά νούμερα). Τι είναι ποιο εύκολο και πιθανό, το 1-2% να κάνει το άλμα και να κατακτήσει την πλειοψηφία, ή το Die Linke, που σήμερα έχει περίπου το 10% να κατακτήσει την πλειοψηφία και να αλλάξει πρώτα την Γερμανία, αν όχι σε σοσιαλιστική χώρα, τουλάχιστον σε μια χώρα με μια φιλεργατική πολιτική;
iiiΟ Δ. Πατέλης (ο τρίτος ομιλητής) πχ υποστήριξε ότι η ταξική πάλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η προσπάθεια αλλαγής συσχετισμού δυνάμεων, θα ισοδυναμούσε με κάλεσμα το 1941 στην κατοχή “για μεταρρύθμιση του στρατού της Βέρμαχτ!”. Η ταξική πάλη, οι συσχετισμοί δύναμης έχουν εξαφανιστεί απο μιαν ανάλυση του “εμείς” και οι “ξένοι”, απο το ότι έχουμε “κατοχή” κτλ.
ivΝα σημειώσουμε ότι οι Γερμανοί σύντροφοι μας του Die Linke, αντίθετα έχουν διεθνιστική στάση. Υποστηρίζουν πχ την απόδοση των πολεμικών αποζημιώσεων και την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου, ξέροντας ότι ο συσχετισμός δυνάμεων στην Γερμανία μπορεί να επιτρέψει στην Γερμανική κυβέρνηση να φορτώσει το σχετικό κόστος στην εργατική τάξη της Γερμανίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :