19/4/14

για τις πολιτικες συνεργασίες.





    "να κάνεις πόλεμο για την ανατροπή ...και να παραιτείσαι προκαταβολικά από συμφωνίες και συμβιβασμούς με τους ενδεχόμενους (έστω και προσωρινούς, ασταθείς, ταλαντευόμενους, συμβατικούς) συμμάχους δεν είναι πράγμα σε αφάνταστο βαθμό γελοίο;"
    (Λένιν άπαντα τ. 41. σελ. 54)
    όλη η ιστορία του μπολσεβικισμού... είναι γεμάτη απο περιπτώσεις συμφωνιών, συμβιβασμών με άλλα κόμματα, χωρίς να αποκλείονται και τα αστικά κόμματα”.
    (Λένιν, άπαντα τ. 41, σελ. 54)




  1. με αφορμή την αυτοδιοικητική συνεργασία του ψηφοδελτίου του ΣΥΡΙΖΑ στην Κέρκυρα με κάποια στελέχη του ΠΑΣΟΚ, αλλά και γενικότερα την συζήτηση που έχει ανοίξει για ορισμένες επιλογές συνεργασιών και την κατάρτιση του ευρωψηφοδελτίου επιβάλλεται να ξαναμιλήσουμε για το ζήτημα των συνεργασιών. Επειδή τα πολύ θεωρητικά μπορεί να μπερδεύουν κάποιους ας κάνουμε μια μεταφορά. Υποθέστε ότι σε μια γειτονιά μια συμμορία επιτίθεται σε έναν “φίλο” σας. Εκείνος μόνος είναι φανερό ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα. Εσείς δεν θέλετε να τον βοηθάτε είτε απο φόβο είτε απο την σκοπιμότητα ότι αν τις φάει θα ξεφτιλιστεί και έτσι θα κερδίσετε το κορίτσι που διεκδικείτε και οι δυο. Αν στην επικείμενη συμπλοκή χτυπήσει άσκημα ή και σκοτωθεί δεν θα είστε συνυπεύθυνος; Παραπέρα. Ένας απο την συμμορία για διάφορους λόγους ξεκόβει και πάει να τον βοηθήσει (για τους δικούς του λόγους φυσικά, πιθανά για να εξιλεωθεί ή να γλυτώσει απο πιθανή δίωξη της συμμορίας). Ο φίλος σας αποδέχεται την βοήθεια, και έτσι γλυτώνει το ξύλο ή και τα χειρότερα. Έχετε τότε δικαίωμα να τον κατηγορήσετε ότι κακώς αποδέχτηκε την βοήθεια απο έναν πρώην συμμορίτη με βεβαρυμένο παρελθόν, που χθες ακόμα ήταν στην συμμορία και βάραγε κόσμο και να ισχυρίζεστε ότι έτσι ο φίλος σας γίνεται κολυμβήθρα του Σιλωάμ; και αν το κάνατε δεν θα φαινόσαστε εντελώς γελοίος;
  2. ακριβώς αυτή είναι η κριτική που γίνεται στον ΣΥΡΙΖΑ. Στην Κέρκυρα το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να συγκροτήσει ψηφοδέλτιο. Ένα μέρος του στήριξε το ψηφοδέλτιο της Υδραίου, ένα άλλο τον Τρεπεκλή (Δαγκλή), και ένα τρίτο, σε αντίθεση με τον λυσσασμένο αντι-συριζιτισμό του Βενιζέλου συνεργάστηκε με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, κάτω απο το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Το πιο πιθανό είναι να διατηρούν τις απόψεις τους. Προφανώς έρχονται για τους δικούς τους λόγους. Αντικειμενικά όμως βοηθάνε την λαϊκή προσπάθεια για νίκη και απαλλαγή απο τα μνημόνια και την πολιτική τους. Βοηθάνε στο να αλλάξει ο συσχετισμός προς την μεριά των αντιμνημονιακών δυνάμεων. Είναι σταθεροί σύμμαχοι; ο καιρός θα δείξει, αλλά και αν δεν είναι (σύμφωνα και με το Λένιν όπως παραθέσαμε στην αρχή) δεν υπάρχει πρόβλημα. Μήπως αλλοιώσουν την φυσιογνωμία του ψηφοδελτίου; είναι δυνατόν 2 υποψήφιοι σε σύνολο 500 να επιτύχουν κάτι τέτοιο ακόμα και αν το ήθελαν; Θα βοηθήσει η παρουσία τους; τα αποτελέσματα θα δείξουν. Αν εκλεγούν σημαίνει ότι φέραν κόσμο που αλλιώς θα ενίσχυε τα μνημονιακά ψηφοδέλτια. Και αν εκλεγούν τι αποφάσεις θα εφαρμόζουν; οι αποφάσεις θα παίρνονται συλλογικά και στην βάση του προγράμματος που είναι του ΣΥΡΙΖΑ. Άρα δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος; Δεν λέμε τέτοιο πράγμα, σε κάθε συνεργασία κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις, απλά πρέπει να έχει την ικανότητα να ζυγίσεις τι είναι το κύριο.
  3. Η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι η κριτική πέραν απο τους Σαμαρικούς που κατηγορούν ότι πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ έρχονται στον ΣΥΡΙΖΑ την ίδια στιγμή που αυτοί συγκυβερνούν με το βαθύ ΠΑΣΟΚ της διαπλοκής, και μάλιστα του προσφέρουν ομπρέλα προστασίας και ατιμωρησία χάριν της συγκυβέρνησης (πχ υπόθεση υποβρυχίων), κριτική ασκείται και απο τα “αριστερά”. ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ “αγανακτούν” με αυτές τις συνεργασίες και σηκώνουν εκκωφαντικό θόρυβο. Αλλά προς τι όλα αυτά; γιατί δεν συνεργάζονται αυτοί στην βάση ενός κοινού προγράμματος όπως επαλειμμένα τους έχει προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ; και μιας ορκίζονται στον Λένιν γιατί δεν ακολουθούν την λενινιστική πολιτική του ενιαίου μετώπου προκειμένου η θεμιτή αντιπαλότητα τους στον ΣΥΡΙΖΑ να μην ενισχύει τον αντίπαλο αλλά να βοηθάει στην ανατροπή του; γιατί αποσύρονται απο το πολιτικό διακύβευμα της συγκυρίας, που είναι η ανατροπή των μνημονίων και της Σαμαροβενιζελικής κυβέρνησης, με στόχο να επενδύσουν σε μια πιθανή αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ; Αυταπατώνται αν νομίζουν ότι θα κερδίσουν απο μια τέτοια αποτυχία. Τίποτα δεν διδάχτηκαν απο τις ανατροπές στην ΕΣΣΔ. Η αποτυχία του “υπαρκτού” συμπαρέσυρε όλες τις τάσεις της αριστεράς ακόμα και αυτές που είχαν κριτική στάση απέναντι της. Το ίδιο θα συμβεί και απο μια πιθανή αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Θα είναι ήττα όλης της Αριστεράς και όχι μόνο του ΣΥΡΙΖΑ. Το τραγικό όμως είναι ότι θα είναι ήττα του λαού.
  4. Και κάτι τελευταίο. Λένε ότι “δεν το λέμε μόνο εμείς αλλά και η αριστερή πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ λέει τα ίδια”. Δεν είμαι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ και μπορώ να μιλήσω ανοικτά. Εδώ και καιρό έχω καταλήξει στην εκτίμηση ότι μάλλον η αριστερή πλατφόρμα, βλέποντας τις τεράστιες δυσκολίες του εγχειρήματος (οικονομικές και πολιτικές), την μεγάλη ανωριμότητα του ΣΥΡΙΖΑ που συμπεριφέρεται ακόμα σαν ένα κόμμα του 4%, την λαϊκή συνείδηση και ωριμότητα που ομολογουμένως δεν είναι και η καλλίτερη δυνατή (μικροαστισμός, καταναλωτισμός, λογική ανάθεσης κτλ), και γενικά τον συσχετισμό των δυνάμεων, μάλλον έχει προσανατολιστεί στο ότι δεν αξίζει να δοκιμάσουμε να νικήσουμε διότι πιθανά να ξεφτιλιστούμε. Και απο ότι φαίνεται προσπαθεί να αποτρέψει τον σχηματισμό πλειοψηφίας με την προβολή ενός υπεραριστερού προγράμματος, με την συνεχή επίκληση του ζητήματος της εξόδου απο την Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν συγκεντρώνει πλειοψηφία, με κάλεσμα για νέα ...ριζοσπαστικοποίηση (όταν έχεις ένα εκλογικό σώμα που δηλώνει μόνο κατά 15% αριστερό, και κατά 90% θρησκευόμενο!), με περιορισμό των συνεργασιών και γκρίνια για κάθε διεύρυνση απο στελέχη που εγκαταλείπουν τον δικομματισμό. Μακάρι να κάνω λάθος αλλά αυτή την εντύπωση δίνει. Έχω και εγώ παρόμοιες επιφυλάξεις. Αλλά ποτέ η ιστορία δεν περίμενε τις τάξεις, τα κόμματα, τις προσωπικότητες να είναι πανέτοιμοι . Μάλλον το αντίθετο συμβαίνει, ιστορικές μάχες δόθηκαν απο εντελώς ανέτοιμες δυνάμεις, κάτι που έμοιαζε σαν “έφοδος στον ουρανό'. Ο Μαρξ εκτιμούσε ότι η Κομμούνα το 1871 ήταν πρόωρη (και είχε δίκιο), και η Λούξεμουργκ πάλι εκτιμούσε ότι η εξέγερση το 1918 στην Γερμανία ήταν πρόωρη αλλά μετείχε σε αυτήν και έδωσε την ζωή της. Και το ΕΑΜ ξεκίνησε με λίγες δεκάδες αποδεκατισμένα στελέχη και έφτασε στα πρόθυρα της εξουσίας, με βάση την πιο πλατιά ενωτική πολιτική. Ακόμα θυμάμαι τον Χ Φλωράκη να λέει απαντώντας σε κριτική για την πολιτική συνεργασιών του ΚΚΕ τις δεκαετίες του '70 και '80 ότι στο ΕΑΜ συνεργάστηκαν ακόμα και με βασιλικούς. Άλλο τώρα αν το ΚΚΕ τον αποκαθηλώνει πολιτικά και αυτόν και όλην την ηρωική εαμική ιστορία. Άρα λοιπόν είμαστε “καταδικασμένοι” να προσπαθήσουμε να νικήσουμε. Το χρωστάμε στον λαό μας. Και φυσικά ο πανευρωπαϊκός αντίκτυπος μιας νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις δημοτικές αλλά κύρια στις ευρωπαϊκές εκλογές μπορεί να αποδειχτεί ιστορικής σημασίας.





10/4/14

Πόσο αριστερό είναι το αίτημα για έξοδο απο την Ευρωπαική Ένωση;


Περίληψη ομιλίας σε εκδήλωση της Συμπόρευσης.
(Κέρκυρα- Απρίλης 2014).

α) τρία θεωρητικά προλεγόμενα.

Για να προσεγγίσουμε το ζήτημα της εξόδου απο την Ευρωπαϊκή Ένωση απο μαρξιστική άποψη, θα πρέπει κατά την γνώμη μας να εξετάσουμε πρώτα τρία κρίσιμα θεωρητικά ζητήματα.

  1. σοσιαλισμός σε μια χώρα;

Είναι γνωστή η θεωρητική αντίληψη που ταλαιπώρησε το επαναστατικό κίνημα (τουλάχιστον την συντριπτική πλειοψηφία του, εξαιρουμένων των τροτσκιστικών ομάδων) μέχρι την κατάρρευση των κοινωνιών του “υπαρκτού”. Αυτό που ίσως δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι αυτή η “θεωρία”, διαμετρικά αντίθετη απο τις αντιλήψεις του Μαρξ, δεν ήταν θεωρητική επιλογή των μπολσεβίκων αλλά επιβλήθηκε απο την τροπή που πήραν τα γεγονότα, δηλαδή μετά την αποτυχία της επανάστασης στην αναπτυγμένη Δύση. Το λενινιστικό σχέδιο του αδύνατου κρίκου δεν ήταν με κανένα τρόπο σχέδιο σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε μια, και μάλιστα καθυστερημένη χώρα, προϋπέθετε να αρχίσει η επανάσταση στον αδύνατο κρίκο (τότε Ρωσία) και να ολοκληρωθεί με επαναστάσεις στην Δύση.
Το 1918 γράφει ο Λένιν “…δεν μπορεί να νοηθεί πλήρης νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μια μόνο χώρα, αλλά απαιτείται η πιο δραστήρια συνεργασία μερικών τουλάχιστον προηγμένων χωρών, ανάμεσα στις οποίες δεν μπορούμε να συγκατατάξουμε τη Ρωσία…” (άπαντα τόμος 37, σελ 153). Η ίδια ιδέα επαναλαμβάνεται σε όλα σχεδόν τα έργα του Λένιν μέχρι το θάνατο του.
“…πάντα διακηρύσσαμε και επαναλαμβάναμε τη στοιχειώδη αλήθεια του μαρξισμού, ότι για τη νίκη του σοσιαλισμού χρειάζονται οι συντονισμένες προσπάθειες των εργατών μερικών προηγμένων χωρών” (Λένιν άπαντα, τόμος 44, σελ 418).
Ο ίδιος ο Στάλιν, που θεωρείται πατριάρχης αυτής της αντίληψης, το 1924, σε διάλεξη του στο πανεπιστήμιο Σβερντλώφ, έλεγε “…μπορεί να επιτευχθεί η νίκη του σοσιαλισμού σε μια χώρα χωρίς τις κοινές προσπάθειες του προλεταριάτου μιας σειράς αναπτυγμένων χωρών; Όχι, αυτό είναι αδύνατο…για την τελική νίκη του σοσιαλισμού, για την οργάνωση της σοσιαλιστικής παραγωγής, οι προσπάθειες μιας χώρας, ιδιαίτερα μιας αγροτικής χώρας σαν την Ρωσία, είναι ανεπαρκείς.” Αργότερα στην δεύτερη έκδοση των απάντων του Στάλιν, η διατύπωση άλλαξε και έγραφε ακριβώς τα αντίθετα, συμβαδίζοντας με τις καινούργιες απόψεις της σοβιετικής ηγεσίας για “οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα”.
Η ήττα της επανάστασης στην Γερμανία (αλλά και Ουγγαρία) έφερε την σοβιετική εξουσία σε τρομερά αμήχανη θέση: ή να παραδώσει την εξουσία, ή να προσπαθήσει σχεδόν το ακατόρθωτο. Το προσπάθησε με τα γνωστά αποτελέσματα.
Μετά την κατάρρευση, πολλοί μαρξιστές ξαναγυρίσαμε στην σκέψη του Μαρξ και απορρίψαμε τουλάχιστον στα λόγια την οικοδόμηση σε μια χώραi, αλλά δυστυχώς στην στρατηγική των περισσότερων απο εμάς υποβόσκει ακόμα, άρρητα η ίδια αυτή αντίληψη όταν διατυπώνουμε πολιτικά σχέδια. Και στο σχέδιο για έξοδο απο την ΕΕ δεν υποκρύπτεται σε μεγάλο βαθμό η αντίληψη ότι στην Ελλάδα θα ανοίξουμε τον δρόμο για τον σοσιαλισμό ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη θα παραμένει στον καπιταλισμόii;

  1. σε τι στάδιο του καπιταλισμού βρισκόμαστε;
Μεγάλο μέρος της μαρξιστικής σκέψης αποδέχεται ότι ο καπιταλισμός βρίσκεται πια σε νέο στάδιο. Άλλοι το ονομάζουν ολοκληρωτικό, άλλοι διεθνικό ή υπερεθνικό, άλλοι υπονοούν ότι αυτό περιγράφεται με τον όρο παγκοσμιοποίηση. Δεν υπάρχει ταυτότητα και στα χαρακτηριστικά του αν και σε πολλά σημεία οι αναλύσεις μοιάζουν. Σε γενικές γραμμές είναι:
α) οι νέες παραγωγικές δυνάμεις των τεχνολογιών πληροφορικής,
β)οι νέες παραγωγικές μετά-φορντικές σχέσεις και οι νέες διαιρέσεις και τυποποιήσεις στη εργατική τάξη,
και γ) το βάθεμα της διεθνοποίησης με την μορφή του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, με την μερική μεταφορά της υλικής παραγωγής σε επιλεγμένες τρίτες χώρες και κύρια με την μορφή των ολοκληρώσεων.
Οι ολοκληρώσεις είναι ένα βήμα μπροστά απο το προηγούμενο στάδιο. Άρα η συμμετοχή μιας χώρας σε ολοκληρώσεις είναι ένα αντικειμενικό, στην βάση του προοδευτικό γεγονός. Φυσικά η ανάλυση πρέπει να ξεχωρίσει τι στην διαδικασία είναι αντικειμενικό (η μορφή της διεθνοποίησης, της ολοκλήρωσης) και τι επιδέχεται πολιτική ρύθμιση (το περιεχόμενο, οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις που καθορίζονται απο τον εξελισσόμενο συσχετισμό δυνάμεων). Η γενική όμως γραμμή εξόδου και επιστροφής σε μια προηγούμενη φάση είναι και πολιτικά αντιδραστική και οικονομικά επιζήμια. Ακόμα και χώρες που δεν μετέχουν τυπικά σε ολοκληρώσεις, έχουν οικονομίες διαπλεκόμενες στην βάση του νέου παγκόσμιου καταμερισμού με βάση το συγκριτικό πλεονέκτημα. Η μόνη λογικά εναλλακτική είναι μια οικονομία αυτάρκειας, πράγμα σήμερα αδύνατο ακόμα και για μεγάλη χώρα πόσο μάλλον για μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα.
Η γραμμή της εξόδου στην ουσία προτείνει την επιστροφή σε προηγούμενό στάδιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Άθελα φέρνει κανείς στο νου του την αναφορά του Μαρξ στον λεγόμενο φεουδαρχικό σοσιαλισμό, που έκανε κριτική στα δεινά του καπιταλισμού απο την σκοπιά της φεουδαρχίας. Οι αναλογίες είναι κάτι παραπάνω απο φανερές.
Δεν είναι τυχαίο ότι μέχρι πρόσφατα ο ευρωσκεπτικισμός και η πολιτική απομόνωσης σε όλη την Ευρώπη είναι πολιτική όχι απλά των Δεξιών αλλά κύρια των ακροδεξιών κύκλων και κομμάτων. Άλλο αν η κρίση και η ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική των ηγετικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οδηγεί και ορισμένους αριστερούς κύκλους σε μια τέτοια αντίληψη. Στην Ελλάδα έχουμε την παγκόσμια πρωτοτυπία η αντι-ΕΕ πολιτική να θεωρείται όχι μόνο αριστερή πολιτική αλλά από κάποιους το ύψιστο κριτήριο αριστεροσύνης. Να προσθέσουμε ότι η θέση για “έξω απο την ΕΟΚ των μονοπωλίων” της δεκαετίας του '70 είχε διατυπωθεί σε άλλες συνθήκες. Κατ αρχήν τότε υπήρχε εναλλακτική λύση συμμετοχής σε σοσιαλιστική (με εισαγωγικά ή χωρίς) ολοκλήρωση (ΚΟΜΕΚΟΝ), β) η διεθνοποίηση (παγκοσμιοποίηση κατ άλλους) δεν είχε εξελιχθεί και βαθύνει όπως 40 χρόνια αργότερα, και γ) εν πάση περιπτώσει είναι άλλο το κόστος την μη ένταξης και άλλο το κόστος της αποδέσμευσης μιας οικονομίας που επί 30 χρόνια εξελίσσεται με βάση τη λογική συμμετοχής σε ολοκλήρωση, και διαπλέκεται ανάλογα.

  1. διαπλοκή εθνικού με ταξικό.
Όσο και αν η εξίσωση ότι εθνικό σημαίνει αστική ιδεολογία και ταξικό σημαίνει μαρξισμός, είναι υπερβολή και υπεραπλούστευση, άλλο τόσο είναι σωστό ότι η υπερενίσχυση του εθνικού σε βάρους του ταξικού στοιχείου στην πολιτική είναι υποχώρηση στην αστική ιδεολογία, εκτός φυσικά απο ειδικές περιπτώσεις όπως μιας πραγματικής εθνικής κατοχής (λέμε πραγματικής γιατί η χρήση του όρου για να περιγράψει την σχέση κυβέρνησης-τρόικας είναι λαθεμένος όπως θα δείξουμε παρακάτω). Πάντως η σωστή αναλογία ή “μείγμα” πολιτικής είναι ανοικτό και επίδικο ζήτημα όπως φαίνεται στα ιστορικά παραδείγματα πχ του γνωστού γράμματος του Ζαχαριάδη το 1940, ή της διαμάχης Λένιν και Β' Διεθνούς για την στάση απέναντι στην άμυνα της “πατρίδας”.
Στην χώρα μας παρατηρείται μια τάση υπερεκτίμησης του εθνικού, ίσως λόγω της πετυχημένης ιστορικής εμπειρίας του ΕΑΜ, και αργότερα του ρόλου του αμερικάνικου παράγοντα στην δικτατορία. Θεωρητικά δικαιολογείται με τις θεωρίες της υπανάπτυξης και της “εξάρτησης”. Ο “αντί-ιμπεριαλισμός” και τα σχετικά στάδια στην χάραξη στρατηγικής, ταλαιπώρησαν και ταλαιπωρούν ακόμα την Αριστερά. Εν πάση περιπτώσει ανεξάρτητα απο το πώς λειτούργησαν στο παρελθόν, δεν μπορεί να είναι η βάση της πολιτικής για σήμερα. Θα υπάρχει σαν στοιχείο και λόγω μιας αντικειμενικής βάσης (ανισομετρία δύναμης μεταξύ των ισχυρότερων και λιγότερο ισχυρών κρατών) αλλά και λόγω του ότι παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην συνείδηση πλατειών μικροαστικών στρωμάτων με τα οποία θέλουμε να συμμαχήσουμε και να εκφράσουμε σαν επαναστατικό κίνημα, αλλά δεν μπορεί να κυριαρχεί. Πιο γραφική περίπτωση είναι αυτή του ΕΠΑΜ-Καζάκη, που ο λόγος του πολλές φορές δεν ξεχωρίζει απο αυτόν των ΑΝΕΛ, για να μην πούμε τίποτα χειρότερο. Ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω δεν αποτελεί και ελληνική πρωτοτυπία όπως θα γνωρίζουν όσοι έχουν μελετήσει την ιστορία της δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όπου πρωτοεμφανίστηκε το ρεύμα του λεγόμενου εθνικομπολσεβικισμού, που ήταν μείγμα μπολσεβικισμού και εθνικοσοσιαλισμού, δηλαδή “αριστεροί” με έντονα εθνικιστικό λόγο, λόγω της ταπεινωτικής τότε συνθήκης των Βερσαλιών. Σήμερα μια τέτοια εθνικιστική λογική πηγάζει απο το μνημόνιο και την ταπεινωτική υιοθέτηση μέτρων που φαίνεται να επιβάλλουν οι “ξένοι”, η τρόικα και η Ευρωπαϊκή Ένωσηiii. Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Αυτή είναι η πολιτική που η ελληνική αστική τάξη δεν μπορούσε να επιβάλλει λόγω συσχετισμού δύναμης (να θυμίσουμε τα μέτρα Γιαννίτση και πώς αναγκάστηκαν να τα πάρουν πίσω φοβούμενοι πολιτικές ανατροπές, αυτό δηλαδή που έγινε αργότερα με το μνημόνιο), και διαλέγει έναν φαινομενικά “εξωτερικό” τρόπο επιβολής, εμφανιζόμενη να αντιστέκεται και να “διαπραγματεύεται”. Η πολιτική εξόδου απο την Ευρωπαϊκή Ένωση συνεχίζει την “καλή” μικροαστική παράδοση υπερεκτίμησης του εθνικού και υποτιμώντας το ταξικό στοιχείο (βλέποντας αντιθέσεις μεταξύ χωρών αντί μεταξύ τάξεων). Για να καταλάβουμε πόσο εθνικιστικά μπορεί να γλιστρήσει μια τέτοια αντίληψη ας σκεφτούμε πόσο είναι στην προβληματική ενός τέτοιου σχεδίου η φροντίδα ώστε το όποιο κούρεμα του ελληνικού χρέους να μην το φορτωθεί η γερμανική εργατική τάξη, αλλά οι Γερμανοί τραπεζίτεςiv.


β) πέντε βασικά πολιτικά σημεία απέναντι στην πολιτική εξόδου απο την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στην βάση των θεωρητικών ζητημάτων που εξετάσαμε θα συνεχίσουμε με πέντε ζητήματα πολιτικής:
  1. Πως αντιμετωπίζουν οι βασικές τάξεις και μερίδες τάξεων το ζήτημα της εξόδου;
    1. η πλειοψηφία της αστικής τάξης, ή τουλάχιστον τα πιο δυναμικά τμήματα της -εξαγωγικές βιομηχανίες, τουρισμός- είναι υπέρ της δραχμής. Το ερώτημα είναι γιατί η κυρίαρχη αστική πολιτική είναι υπέρ του Ευρώ. Οι πολιτικοί λόγοι -σιγουριά και στήριξη σε ένα αναπτυγμένο καπιταλιστικό κέντρο- δεν είναι σήμερα κατά την γνώμη μου η κύρια εξήγηση. Το βασικό είναι ότι η κυρίαρχη μερίδα στο αστικό μπλοκ είναι οι τραπεζίτες και αυτοί όπως ξέρουμε είναι προφανώς υπέρ του Ευρώ.
    2. Από τα μεσαία στρώματα, ένα μειοψηφικό αλλά συνεχώς διευρυνόμενο στρώμα, που καταστρέφεται απο τις μνημονιακές πολιτικές είναι υπέρ της εξόδου, ή αρχίζει να προσανατολίζεται στην έξοδο, ιδιαίτερα που ο Σαμαράς συνδέει την καταστροφική πολιτική του με την ανάγκη παραμονής στο Ευρώ. Πάντως η πλειοψηφία ακόμα, και πολύ περισσότερο το 2012, ήταν υπέρ της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως έδειξε και η εκλογική νίκη Σαμαρά που στηρίχτηκε στο ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
    3. Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης (κύρια της πιο σύγχρονης και μορφωμένης) είτε είναι υπέρ της Ευρωπαϊκή Ένωσης, ή δεν βάζει ζήτημα εξόδου. Αυτό δεν φαίνεται μόνο στις δημοσκοπήσεις, ή απο το πολιτικό βάρος των κομμάτων που υποστηρίζουν την μια ή την άλλη άποψη. Όποιος διατηρεί ζωντανούς δεσμούς με την εργατική τάξη το γνωρίζει απο πρώτο χέρι. Αλλά δεν είναι και τόσο παράλογο που δεν είναι υπέρ της εξόδου. Ο νεοφιλελευθερισμός υλοποιείται παντού άρα δεν χρεώνεται αποκλειστικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση (μνημόνια εφαρμόζουν και χώρες εκτός). Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ένα απο τα πιο αναπτυγμένα κέντρα του καπιταλισμού, με σημαντικές λαϊκές κατακτήσεις. Εξ άλλου η εργατική τάξη τα χρόνια πριν την κρίση πολλές φορές αξιοποίησε τις κατακτήσεις του λαϊκού κινήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τις δικές της διεκδικήσεις.  Είναι το πιο προχωρημένο κέντρο πολιτισμού.
    4. Τέλος μια ειδική διαταξική κατηγορία είναι τα εύπορα στρώματα που έχουν βγάλει λεφτά στο εξωτερικό. Αυτά δεν περιορίζονται σε μέλη της αστικής τάξης. Αρκετοί εύποροι μικροαστοί, ακόμα και κάποιοι καλοπληρωμένοι μισθωτοί έχουν λογαριασμούς στο εξωτερικό. Αυτοί όλοι όχι μόνο δεν θα χάσουν απο μια επιστροφή στη δραχμή αλλά θα δουν τα χρήματά τους να αυξάνουν σε αγοραστική δύναμη, και θα μπορούσαν εύκολα να κερδοσκοπήσουν σε μια τέτοια περίπτωση.
  2. Είδαμε λοιπόν ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων σήμερα είναι υπέρ της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή τουλάχιστον δεν είναι υπέρ της εξόδου. Άρα ακόμα και αν οι αναλύσεις που παρουσιάσαμε προηγούμενα ήταν όλες λαθεμένες, ακόμα και αν όλα οδηγούσανε στην ανάγκη της εξόδου για την υλοποίηση ενός αριστερού προγράμματος, ακόμα και τότε ένα κόμμα δεν θα μπορούσε να διεκδικεί την κατάκτηση της πλειοψηφίας των εργαζομένων προτείνοντας την έξοδο, πολύ δε μάλλον να τη θεωρεί κύριο ζήτημα και κριτήριο για οποιαδήποτε συμμαχία. Το λογικό θα ήταν να αφήσει το ζήτημα ανοικτό, να κερδίσει πρώτα την πλειοψηφία, να προσπαθήσει να εφαρμόσει το πρόγραμμα του και να αφήσει οι δυσκολίες και τα εμπόδια που θα ανακύπτουν απο την Ευρωπαϊκή Ένωση να δείξουν στην λαϊκή πλειοψηφία την αναγκαιότητα εξόδου. Οι μάζες έτσι πείθονται, με την ίδια τους την πείρα. Άρα ένα κόμμα που προτάσσει την έξοδο απο την Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει όχι μόνο να μην ενδιαφέρεται για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, αλλά και με αυτήν την πολιτική δυσκολεύει την κατάκτηση της.
  1. Η αλήθεια είναι ότι η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η επιμονή του Σαμαρά να θέτει το ζήτημα με διλημματικό τρόπο, ταυτίζοντας την με τα μνημόνια και τις καταστροφές που επιφέρουν, πριμοδοτεί μια αντι-ΕΕ στάση. Δεν είναι απίθανο μια όξυνση της κατάστασης ή μια απρόβλεπτη αντίδραση των ηγετικών κύκλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να οδηγήσει την πλειοψηφία του λαού σε αντι-ΕΕ θέσεις, ή την χώρα έξω απο το Ευρώ ή και ακόμα και την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τότε φυσικά πρέπει, παρά τις αναλύσεις που παρουσιάσαμε παραπάνω, να αλλάξει το σχέδιο και να επεξεργαστούμε αντίστοιχους πολιτικούς και οικονομικούς στόχους, παρά τις θυσίες που θα απαιτηθούν και τις δυσκολίες που θα προκύψουν. Αλλά αυτό είναι κάτι που θα οφείλεται σε μια ειδική συγκυρία, και δεν θα είναι δική μας επιλογή. Εν πάση περιπτώσει όποιος χειρισμός και αν απαιτηθεί σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο θα πρέπει να έχει την καθαρή λαϊκή νομιμοποίηση με μορφές που δεν χωράνε αμφισβήτηση (πχ εκλογές ή δημοψήφισμα κτλ). 
     
  2. το πραγματικό πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δέχεται δυο απαντήσεις. Ή επιδιώκουμε μια οικονομία υψηλών αμοιβών και υψηλής τεχνολογίας, ή θα πάμε σε μια προσπάθεια ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας με υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης, διατηρώντας όμως έτσι μια τεχνολογική υστέρηση. Για την υποτίμηση υπάρχουν δυο δρόμοι. Ο ένας είναι αυτός που εφαρμόζεται σήμερα, ο δρόμος των μνημονίων, που φαίνεται σαν εξωτερική επιβολή, απο την τρόικα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, και αυτό γίνεται γιατί ο συσχετισμός δύναμης δεν επέτρεψε στην αστική τάξη να τον εφαρμόσει με τις δικές δυνάμεις. Ο άλλος δρόμος είναι της εξόδου απο την Ευρωπαϊκή Ένωση και η υποτίμηση με την μέθοδο της νομισματικής διολίσθησης. Δηλαδή η φρασεολογία για ανάκτηση του εργαλείου της νομισματικής πολιτικής οδηγεί στον ίδιο στόχο, στην διατήρηση της τεχνολογικής υστέρησης, και της ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας με άγρια λιτότητα, ανεξάρτητα από την “αριστερή” φρασεολογία. Η ειρωνεία είναι ότι ενώ η αριστερά θα χρεωθεί τις μεγάλες δυσκολίες αυτού του δρόμου (λιτότητα, ελλείψεις σε βασικά εισαγόμενα είδη, πληθωρισμός, επενδυτική αποχή, μαύρη αγορά, λαθρεμπόριο αγαθών που λείπουν, διπλή αγορά συναλλάγματος, κερδοσκοπία με το συνάλλαγμα και με τα ήδη τοποθετημένα στο εξωτερικό κεφάλαια), η όποια ανάπτυξη θα ακολουθήσει μετά κάποια χρόνια το πιθανότερο είναι να πιστωθεί σε μια επόμενη Δεξιά κυβέρνηση, που θα έχει κεφαλαιοποιήσει την δυσαρέσκεια των εργαζομένων και θα έχει εκδιώξει την Αριστερά απο την κυβέρνηση.
  3. τέλος είναι αλήθεια ότι ενώ η πολιτική της αποχώρησης δεν πλειοψηφεί στο σύνολο των εργαζομένων, πλειοψηφεί όμως μάλλον στον κόσμο που θεωρεί τον εαυτό του αριστερό, (ίσως σαν αποτέλεσμα της πολιτικής ηγεμονίας του ΚΚΕ στην αριστερά την εικοσαετία μετά την μεταπολίτευση, ή και απο αδράνεια επιμονής σε ένα σύνθημα που όταν πρωτοδιατυπώθηκε ήταν άλλες οι συνθήκες). Το ότι λοιπόν στους αριστερούς στην χώρα μας πλειοψηφεί ή ιδέα μιας Ελλάδας εκτός ολοκληρώσεων, τροφοδοτεί το πολιτικό σχέδιο που θέτει την έξοδο σαν κύριο προγραμματικό ζήτημα, δηλαδή είναι μια πολιτική που δεν προσπαθεί να αλλάξει τον συσχετισμό στην κοινωνία υπέρ της Αριστεράς, αλλά τον εσωτερικό συσχετισμό στην Αριστερά. Είναι όμως αυταπάτη να προσπαθεί κανείς να κεφαλαιοποιήσει στην αποτυχία μια κυβέρνησης της αριστεράς. Αρκεί να αναλογιστούμε τι έγινε με την κατάρρευση του υπαρκτού. Συμπαρέσυρε όλα ρεύματα της Αριστεράς ακόμα και εκείνα που στέκονταν όχι απλά κριτικά, αλλά είχαν το κύριο μέτωπο τους απέναντι στην ΕΣΣΔ, όπως οι διάφορες μ-λ ομαδούλες, που εξαφανίστηκαν. Επίσης το θεμιτό καθήκον της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν πρέπει να μετατρέπεται σε αθέλητη βοήθεια στον αντίπαλο και μάλιστα σε συνθήκες ισορροπίας συσχετισμού δυνάμεων, που μόνο μια κλωστή χωρίζει τη νίκη απο την ήττα. Δείτε για παράδειγμα την περίπτωση του ΚΚΕ. Θεωρώντας σαν κύριο εχθρό του την υπόλοιπη αριστερά και ιδιαίτερα τον ΣΥΡΙΖΑ, αποσύροντας τον εαυτό του απο την τρέχουσα πολιτική πάλη, ουσιαστικά βοηθά να παραμείνει η ακροδεξιά κυβέρνηση του Σαμαρά. Θα μπορούσε αν ήθελε να αντιπαλεύει τον ΣΥΡΙΖΑ, βοηθώντας τον όμως ταυτόχρονα να ανατρέψει τον Σαμαρά και την πολιτική των μνημονίων. Αυτή εξ άλλου ήταν και η πολιτική που ο Λένιν υποδείκνυε στα επαναστατικά κόμματα σε παρόμοιες περιπτώσεις. Το ίδιο συμβαίνει και με το αίτημα της εξόδου. Κάνοντας το κύριο ζήτημα και αναδείχνοντας στην ουσία την ατζέντα της ΝΔ, δεν βοηθιέται η χειραφέτηση του κόσμου της εργασίας ούτε η βελτίωση του συνολικού συσχετισμού δυνάμεων. Φυσικά κάθε δύναμη κρίνεται και μια σημαντική ένδειξη για αυτό είναι η υποστήριξη που παίρνει κάθε πολιτικό σχέδιο απο την πραγματική εργατική τάξη.




iΠάντως ο Σ. Μαυρουδέας (ένας απο τους τρεις ομιλητές) ισχυρίστηκε όχι ότι μόνο σε μια, αλλά και σε ...μισή χώρα μπορεί να γίνει σοσιαλισμός. Πιθανά. Διερωτάται όμως κανείς τι είδους “σοσιαλισμός” θα είναι. Μισή χώρα με “σοσιαλισμό” έχουμε σήμερα, την Β. Κορέα. Αν το όραμα είναι αυτό, τότε δεν μένουν και πολλά να συζητήσουμε.
iiΓια να φανεί το παράλογο αυτής της αντίληψης ας κάνουμε το εξής συλλογισμό εργασίας: το σχέδιο της εξόδου με αριστερό πρόσημο, το υποστηρίζουν στην Ελλάδα πολιτικές δυνάμεις που έχουν ελάχιστη επιρροή (πχ 1-2% αν θέλουμε να το μετρήσουμε σε εκλογικά νούμερα). Τι είναι ποιο εύκολο και πιθανό, το 1-2% να κάνει το άλμα και να κατακτήσει την πλειοψηφία, ή το Die Linke, που σήμερα έχει περίπου το 10% να κατακτήσει την πλειοψηφία και να αλλάξει πρώτα την Γερμανία, αν όχι σε σοσιαλιστική χώρα, τουλάχιστον σε μια χώρα με μια φιλεργατική πολιτική;
iiiΟ Δ. Πατέλης (ο τρίτος ομιλητής) πχ υποστήριξε ότι η ταξική πάλη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η προσπάθεια αλλαγής συσχετισμού δυνάμεων, θα ισοδυναμούσε με κάλεσμα το 1941 στην κατοχή “για μεταρρύθμιση του στρατού της Βέρμαχτ!”. Η ταξική πάλη, οι συσχετισμοί δύναμης έχουν εξαφανιστεί απο μιαν ανάλυση του “εμείς” και οι “ξένοι”, απο το ότι έχουμε “κατοχή” κτλ.
ivΝα σημειώσουμε ότι οι Γερμανοί σύντροφοι μας του Die Linke, αντίθετα έχουν διεθνιστική στάση. Υποστηρίζουν πχ την απόδοση των πολεμικών αποζημιώσεων και την αποπληρωμή του κατοχικού δανείου, ξέροντας ότι ο συσχετισμός δυνάμεων στην Γερμανία μπορεί να επιτρέψει στην Γερμανική κυβέρνηση να φορτώσει το σχετικό κόστος στην εργατική τάξη της Γερμανίας.

1/4/14

Ελεύθερο λογισμικό και κομμουνισμός (7 θέσεις για συζήτηση).



  1. Ο Μαρξ είχε γράψειi ότι ο χερόμυλος δίνει την κοινωνία του φεουδάρχη, και η ατμομηχανή την κοινωνία του καπιταλιστή. Θα μπορούσαμε να γενικεύσουμε λέγοντας ότι η χειροτεχνική παραγωγή είναι η υλική βάση για τους προκαπιταλιστικούς σχηματισμούς και η μηχανική παραγωγή για τον καπιταλισμό. Ποιά όμως είναι η υλική βάση για τον κομμουνισμό; Ο ίδιος, πέρα απο μερικές νύξεις στα Grundrisse για την γενική διάνοια, δεν μπορούσε για αντικειμενικούς λόγους να φανταστεί κάτι διαφορετικό απο την μηχανική παραγωγή, ίσως σε μια πιο αυτοματοποιημένη εκδοχή της. Και η βασική θέση που κυριαρχεί στο έργο του είναι ότι η μηχανική παραγωγή, η βιομηχανία, είναι κοινή υλική βάση και του καπιταλισμού και του κομμουνισμού. Αυτό δημιούργησε μια σειρά παρενέργειες, θεωρητικές και πολιτικές. Ένα θεωρητικό επακόλουθο ήταν η αντίληψη για μια υπερωριμότητα της επανάστασης ήδη απο τον 19ο αιώνα. Όμως δεν ήταν έτσι. Αυτό ίσως εξηγούσε σε μεγάλο βαθμό την ήττα των επαναστάσεων στην Δύση. Αυτό ίσως εξηγεί τον δρόμο που πήρε η προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Ρωσία όπου έγινε μεν επανάσταση λόγω συσσώρευσης πολλών εκρηκτικών πολιτικών αντιθέσεων, αλλά πήρε μια σειρά χαρακτηριστικά που την οδήγησαν να μοιάζει σαν μια παραλλαγή κρατικού καπιταλισμού, και σε κάποια στιγμή κατέρρευσε. Προσπάθεια που τώρα φαίνεται ότι ήταν θνησιγενής εφ όσον δεν ακολουθήθηκε απο την αναπτυγμένη Δύση. Η ανωριμότητα για την επανάσταση οδηγούσε σε μια αδυναμία κατάκτησης της ηγεμονίας και σε έναν πραξικοπηματισμό (μπλανκισμό) στην στρατηγική και πολιτική των επαναστατικών κομμάτων τον 20ο αιώνα. Τέλος αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την σχετική αδιαφορία της ΕΣΣΔ για τις νέες τεχνολογίες και την ήττα της τελικά στην οικονομική άμιλλα με τον καπιταλισμό. Το “ανώτερο” σύστημα στην θεωρία δεν μπορούσε να το αποδείξει αυτό στην πράξη. Το κομμουνιστικό ιδανικό ταυτίστηκε (φυσικά και με την συμβολή της αστικής προπαγάνδας αλλά και απο την εικόνα της ΕΣΣΔ) με κοινωνίες ελλείψεων σε αγαθά, σχετικά οικονομικής αναποτελεσματικότητας και ανελευθερίας, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο με τα οράματα των μαρξιστών. Ο κλασσικός μαρξισμός ήταν -σχηματικά μιλώντας και παρά τις πολλές μεγαλοφυείς επεξεργασίες του- ο μαρξισμός της εποχής της μηχανικής παραγωγής και της σχετικής ανωριμότητας για την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού. 
     
  2. Σήμερα, ξαναδιαβάζοντας τα Grundrisse, και στηριγμένοι τόσο στην εμπειρία απο την ίδια την ΕΣΣΔ, αλλά κύρια στις επιστημονικές, τεχνολογικές και παραγωγικές εξελίξεις μπορούμε να διατυπώσουμε μια νέα βασική, κρίσιμη θέση: υλική βάση του κομμουνισμού είναι οι νέες τεχνολογίες κυρία στον τομέα της πληροφορίας. Σε αυτόν τον κλάδο, ακόμα και στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας, αρχίζουν να εμφανίζονται κομμουνιστικές μορφές παραγωγής, δηλαδή μορφές δημιουργικής εργασίας που δεν προσφέρεται κυρίως χάριν αμοιβής αλλά χάριν της ευχαρίστησης της δημιουργίας, που το παραγόμενο προϊόν δεν είναι καπιταλιστική ιδιοκτησία αλλά ανήκει σε όλην την κοινωνία και με οργανωτικές μορφές χωρίς αυστηρή ιεραρχία, με βάση κοινότητες εθελοντών. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η παραγωγής λογισμικού ανοικτού κώδικα, με πιο γνωστό προϊόν το λειτουργικό Linux, και τα χιλιάδες προγράμματα που το συνοδεύουν. Πριν όμως μιλήσουμε περισσότερο για αυτό, ας προσπαθήσουμε να ορίσουμε το τι είναι σοσιαλισμός και τι κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής.

  3. Ο σοσιαλισμός δεν είναι τρόπος παραγωγής. Είναι μια μεταβατική κοινωνία στην οποία συνυπάρχουν διαφορετικοί (συνήθως τέσσερις) τρόποι παραγωγήςii: ιδιωτικοκαπιταλιστικός, κρατικοκαπιταλιστικός, κομμουνιστικός (τυπικά ή πραγματικά, θα εξηγήσουμε παρακάτω τι εννοούμε με αυτό), απλής εμπορευματικής παραγωγής. Τι τον διαφοροποιεί απο τον καπιταλισμό; Πρώτον ότι η εξουσία έχει αλλάξει χέρια, άρα παίρνονται σε εκτεταμένη βάση μέτρα σε όφελος των εργαζομένων και δεύτερο, και σαν συνέπεια της εξουσίας των εργαζομένων, έχουμε μια συνειδητή πολιτική πορεία ενίσχυσης του κομμουνιστικού τρόπου και περιορισμού του ιδιωτικοκαπιταλιστικού. Σε κάποια φάση σαν αποτέλεσμα της πολιτικής ενίσχυσης του, αλλά κύρια γιατί έχει γίνει τεχνική και οικονομικά αναγκαιότηταiii, ο κομμουνιστικός τρόπος κυριαρχεί, και αρχίζει αυτός να επικαθορίζει τους άλλους συνυπάρχοντες τρόπους, αλλά και όλην την κοινωνική οργάνωση και το εποικοδόμημα. Τότε μπορούμε να μιλάμε για την κομμουνιστική κοινωνία (και όχι απλά για κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής), όχι όμως σαν ένα τέλος, αλλά σαν μια καμπή, ένα ορόσημο, της κοινωνικής εξέλιξης. 
     
  4. Τι είναι όμως ο κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής; παραγωγής, και όχι διανομήςiv όπως όπως πολλές φορές κάποιοι καταλαβαίνουν. Χαρακτηρίζεται λοιπόν απο παραγωγή που δεν γίνεται για το κέρδος αλλά παράγει αξίες χρήσης, επομένως ή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής δεν μπορεί παρά να είναι κοινωνική. Επίσης απο την ύπαρξη δημιουργικής εργασίας, που σημαίνει να έχει ελαχιστοποιηθεί η βλαβερή, κουραστική μονότονη μηχανική παραγωγή και να έχει αντικατασταθεί απο μια αυτοματοποιημένη παραγωγή, που επιτρέπει ο κύριος όγκος της εργασίας να μετατραπεί σε μια παραλλαγή ερευνητικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής απασχόλησης. Τέλος χαρακτηρίζεται απο την ύπαρξη συντροφικών, συνεργατικών σχέσεων, ή με άλλα λόγια το ξεπέρασμα της καπιταλιστικής ιεραρχίας, το ξεπέρασμα της αντίθεσης μεταξύ διεύθυνσης και εκτέλεσης, πνευματικής και μη-πνευματικής εργασίας. Και εδώ η αυτοματοποίηση είναι απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά μόνο προϋπόθεση. Μόνο η ταξική πάλη και ο χαρακτήρας της νέας εξουσίας μπορεί να εγγυηθεί το τελικό αποτέλεσμαv. Έχουμε λοιπόν σήμερα παραγωγή που να συγκεντρώνει κάποια απο αυτά τα χαρακτηριστικά, δηλαδή όχι παραγωγή για το καπιταλιστικό κέρδος, σχετικά δημιουργική εργασία, συντροφικές συνεργατικές σχέσεις και όχι ιεραρχίες. Έχουμε σε τουλάχιστον δυο τομείςvi. Ό ένας είναι στην δημιουργία ελεύθερου λογισμικού απο εθελοντικές κοινότητες χρηστών, και ο δεύτερος σε κάποιες υπηρεσίες, με χαρακτηριστική, αλλά όχι μοναδική περίπτωση, το δημόσιο σχολείο. Φυσικά υπενθυμίζουμε ότι στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής αλλοιώνει σε μεγάλο βαθμό πολλά απο τα χαρακτηριστικά του κομμουνιστικού, και μερικές φορές μάλιστα σε σημαντικό βαθμόvii
     
  5. Ήδη στην παραγωγή προϊόντων λογισμικού ανοικτού κώδικα ο νέος τρόπος παραγωγήςviii γίνεται σταδιακά τεχνικά ανώτεροςix και μπορεί αν όχι να κυριαρχήσει, τουλάχιστον να κερδίσει σημαντικό έδαφοςx. Θα μπορούσε να απογειωθεί με την παραμικρή πολιτική στήριξη, πχ μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να πάρει μέτρα όπως: διδασκαλία στο σχολείο του Linux, η χρήση ελεύθερου λογισμικού στο δημόσιο, αντί των πατενταρισμένων και πανάκριβων προϊόντων της Microsoft, η ενίσχυση ερευνητικών προγραμμάτων και κλάδου προϊόντων πληροφορικής για την υλική παραγωγή (τρισδιάστατοι εκτυπωτές, φτηνά εργαλεία στηριγμένα σε ελεύθερο λογισμικό κτλ). Η νίκη του ελεύθερου λογισμικού απέναντι στις πατέντες και τις Microsoft-Apple, θα δημιουργούσε και μια αντίστοιχη συνείδηση, ιδιαίτερα στην νεολαία, θα μπορούσε να καταστήσει ηγεμονικές τις κομμουνιστικές αντιλήψεις, και να επιταχύνει τις εξελίξεις. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να προσπαθήσουμε να διακριβώσουμε την διαλεκτική της μετάβασης απο ένα παλιό σε ένα καινούργιο τρόπο παραγωγής.

  1. Ο Μαρξ παρατηρώντας τους πραγματικούς ιστορικούς δρόμους περάσματος απο την φεουδαρχία στον καπιταλισμό διατύπωσε την ιδέα ενός περάσματος σε δύο στάδια: ένα πρώτο, αυτό της λεγόμενης τυπικής υπαγωγής στην βάση παλιάς τεχνολογίας και με την παλιά οργάνωση της παραγωγής. Ήταν η περίπτωση της χειροτεχνίας (μανιφακτούρας, βιοτεχνίας). Ο νέος τρόπος στην συνέχεια δημιουργεί δικό του, ειδικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής και δική του τεχνική και υλική βάση. Τότε έχουμε πραγματική υπαγωγή. Για τον καπιταλισμό αυτός ο ειδικός τρόπος ήταν η βιομηχανία, και την υλική βάση την έδωσε η επιστημονική επανάσταση. Λογικά θα μπορούσε κανείς να υποθέσει μια αντίστοιχη διαδικασία και για το πέρασμα στον κομμουνισμό. Αντίθετα όμως στην ΕΣΣΔ καθ' όλην την διάρκεια της οικοδόμησης παρέμεινε σαν τεχνική βάση η βιομηχανία και η μηχανική παραγωγή. Και εδώ σε αναλογία μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για τυπική υπαγωγή στον κομμουνισμό. Μόνο με την συνειδητή στροφή της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων στις νέες τεχνολογίες θα είχαμε δυνατότητα να περάσουμε σε πραγματική υπαγωγή, που εξασφαλίζει ένα κάποιο σημείο μη επιστροφής, αν και αυτό μάλλον προϋποθέτει παγκόσμια επικράτηση και όχι σε λίγες και σχετικά αδύνατα αναπτυγμένες χώρες. 
     
  2. Το παραπάνω θεωρητικό σχήμα, και παίρνοντας υπ όψιν τις διευκρινήσεις για την συνάρθρωση περισσότερων του ενός τρόπου παραγωγής, θα μπορούσε να συγκεκριμενοποιηθεί περίπου ως εξής: σε ένα πρώτο στάδιο σε νέους κλάδους πρωτοεμφανίζονται μορφές του νέου τρόπου, αν και με στρεβλό τρόπο, επικαθοριζόμενες απο τον παλιό. Όσο αποδείχνεται η τεχνική και οικονομική τους ανωτερότητα διευρύνονται, και κατακτούν κάποιο σημαντικό χώρο. Αυτό επιτρέπει να διαδοθούν και οι αντίστοιχες ιδέες, να αρχίσουν να ηγεμονεύουν. Κάπου εκεί και σαν αποτέλεσμα και της πολιτικής συγκυρίας και των αντιφάσεων της πολιτικής σφαίρας, γίνεται δυνατό να αλλάξει χέρια η πολιτική εξουσία, που καταλαμβάνεται απο τις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπούν τον νέο τρόπο παραγωγής. Αυτό απελευθερώνει την δυναμική του νέου τρόπου αλλά και των νέων κλάδων στους οποίους αυτός εμφανίζεται με αποτέλεσμα στο να μετατραπεί σε κυρίαρχο. Σε μια τέταρτη φάση μετασχηματίζει και τους υπόλοιπους κλάδους οι οποίοι ήταν μέχρι τώρα οργανωμένοι με τον παλιό τρόπο παραγωγής, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Αυτή περίπου ήταν και η ιστορία αντικατάστασης του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σαν κυρίαρχου από τον καπιταλιστικό. Έτσι φαίνεται θα αντικατασταθεί και ο καπιταλιστικός απο τον κομμουνιστικό. Οι εξελίξεις αυτές είναι μακρόχρονες, για τον καπιταλισμό διήρκεσαν πάνω απο δυο αιώνες. Βλέπουμε δυο παράλληλα προτσές. Ένα οικονομικό-τεχνικό, ένα πολιτικό. Και στα δύο κυριαρχεί η ταξική πάλη, αλλά με άλλες μορφές. Σε όλη αυτή την διαδικασία η αλλαγή εξουσίας, η πολιτική επανάσταση, είναι σημείο καμπής. Οι οικονομικές εξελίξεις διαμεσολαβούνται απο την ταξική πάλη, όχι με την έννοια ότι μπορούν να δημιουργηθούν αυθαίρετα, αλλά για να κυριαρχήσουν. Φυσικά για να γίνει η διαδικασία ανεπίστρεπτη πρέπει να έχουμε σε κάποια προχωρημένη φάση ουσιαστική, πραγματική υπαγωγή, όταν δηλαδή οι νέες τεχνολογίες είναι αποφασιστικές όχι μόνο στους κλάδους της πληροφορικής αλλά σε όλην την κλίμακα της παραγωγής: και στην πρωτογενή και στην δευτερογενή, και στην τριτογενή. Όταν δηλαδή οι σπόροι σχεδιάζονται, όταν η γη καλλιεργείται με αυτοματοποιημένα συστήματα, όταν τα ζώα εκτρέφονται με ρομπότ, όταν η υλική παραγωγή και οι υπηρεσίες έχουν σχεδόν πλήρως αυτοματοποιηθεί. Τότε και ο μεγάλος όγκος της εργασίας θα είναι ερευνητική, επιστημονική, θα έχουμε κυριαρχία του κομμουνισμού. Αυτό φυσικά δεν είναι υπόθεση μιας χώρας, ούτε ομάδας χωρών, αλλά της ενοποιημένης σε παγκόσμια κλίμακα ανθρωπότητας.

i Μαρξ, η αθλιότητα της φιλοσοφίας, χ.χ.ε, Νέοι Στόχοι, σελ. 107.

ii Γενικότερα σε μια κοινωνία, ή αλλιώς κοινωνικό σχηματισμό, δεν υπάρχει μόνο ένας τρόπος παραγωγής, όπως η έκφραση “σήμερα έχουμε καπιταλισμό”, μπορεί να αφήνει να εννοηθεί. Συνυπάρχουν περισσότεροι τρόποι παραγωγής, αλλά όχι ισότιμα. Ένας είναι κυρίαρχος, και αυτός επικαθορίζει, αλλοιώνει και τους υπόλοιπους. Υπάρχει λοιπόν ο κυρίαρχος, πιθανά υπολείμματα παλιότερων τρόπων, και σπέρματα του καινούργιου τρόπου που υπό κάποιες προϋποθέσεις, μέλλει να αντικαταστήσει σαν κυρίαρχος τον σημερινό. Πχ στην Ελλάδα σήμερα έχουμε φυσικά τον κυρίαρχο ιδιωτικοκαπιταλιστικό, τομείς κρατικοκαπιταλιστικού που φθίνουν και ιδιωτικοποιούνται, ελάχιστα υπολείμματα φεουδαρχικά (κλειστά επαγγέλματα), σε μεγάλη έκταση τον τρόπο της μικρής ή απλής εμπορευματικής παραγωγής, και ορισμένες μορφές κομμουνιστικής παραγωγής. Για να μην πούμε ότι περιθωριακά παρατηρούνται και φαινόμενα δουλείας με το τράφικινγκ και κάποιες γυναίκες μετανάστριες που στερούνται την ελευθερία τους κλεισμένες σε κυκλώματα πορνείας.

iii Μια εκδήλωση αυτής της τάσης είναι οι μεταφορντικές μέθοδοι οργάνωσης της εργασίας. Είναι η προσπάθεια στα πλαίσια του καπιταλισμού να αξιοποιηθούν οι νέες ανάγκες για μη-ιεραρχική, συνεργατική οργάνωση που απαιτούν οι νέες τεχνολογίες για να είναι αποδοτικές.

iv Κομμουνιστική διανομή είναι αυτή που ο καθένας παίρνει “σύμφωνα με τις ανάγκες του”. Αυτή φυσικά αντιστοιχεί στην κομμουνιστική παραγωγή, αλλά παρατηρούμε ότι μορφές κομμουνιστικής διανομής υπάρχουν και σήμερα: το δωρεάν σχολείο για όλους, η δωρεάν υγεία, το λεγόμενο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, και γενικά όλες τα είδη και υπηρεσίες που παραχωρούνται χωρίς ισοδύναμο και με βάση τις ανάγκες. Επειδή σήμερα πηγάζουν απο τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων και όχι από μια κυριαρχία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, είναι ασταθείς και μπορεί να παίρνονται πίσω όταν ο συσχετισμός αλλάξει.

v Εδώ πρέπει να αποφύγουμε ένα διπλό λάθος. Όσο λαθεμένο είναι ότι μπορούμε να έχουμε κομμουνισμό μόνο και μόνο επειδή το θέλουμε, βολονταριστικά, χωρίς τις απαραίτητες υλικές προϋποθέσεις, άλλο τόσο λαθεμένο είναι να νομίζουμε ότι οι εξελίξεις στην παραγωγή και τεχνολογία θα οδηγήσουν απο μόνες τους σε αλλαγή στις παραγωγικές σχέσεις, στον κομμουνισμό, χωρίς πολιτικές και ιδεολογικές αλλαγές. Η ταξική πάλη τελικά διαμεσολαβεί όλες τις σχετικές αλλαγές.

vi Για τις κρατικές επιχειρήσεις: κρατικοκαπιταλιστικές είναι όσες παράγουν με σκοπό το κέρδος και για την αγορά, και με καπιταλιστικά κριτήρια, και μόνο η νομική ιδιοκτησία ανήκει στο αστικό κράτος, άρα με μια έννοια συλλογικά στην αστική τάξη. Τέτοιες σήμερα είναι πχ ο ΟΤΕ που ανταγωνίζεται άλλες ιδιωτικές και είναι στο χρηματιστήριο. Παράλληλα όμως υπάρχουν κρατικές επιχειρήσεις που δεν παράγουν για το κέρδος αλλά αξίες χρήσης, όπως πχ το δημόσιο σχολείο, ή οι επιχειρήσεις νερού. Οι υπηρεσίες μπορεί να τιμολογούνται ώστε να καλύπτονται τα έξοδα διαχείρισης και νέων επενδύσεων, όπως πχ στην ΕΥΔΑΠ , ή να διανέμονται δωρεάν, “σύμφωνα με τις ανάγκες”, όπως του δημόσιου σχολείου, ή παλιά ο ΟΕΚ πριν καταργηθεί (κομμουνιστική διανομή). Αν η εξουσία αλλάξει χέρια και αποκοπεί ο ομφάλιος λώρος με τον ιδιωτικοκαπιταλιστικό τομέα (προμήθειες, τιμολογιακή πολιτική), τότε παρόλο που θα κυριαρχεί στην υπόλοιπη οικονομία ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, οι επιχειρήσεις αυτές θα υπάγονται στον κομμουνιστικό τομέα, αν και αυτές που στηρίζονται στην μηχανική παραγωγή θα υπάγονται τυπικά, μιας και θα είναι οργανωμένες με τα χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής επιχείρησης, δηλαδή με την ιεραρχία, και τις παραδοσιακές διαιρέσεις των λειτουργιών διεύθυνσης-εκτέλεσης, και πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας.

vii Έτσι παράλληλα με τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε βλέπουμε και τα σημάδια του καπιταλισμού, όπως η προσπάθεια αναζήτησης χορηγών, η μερική στήριξη σε καπιταλιστικές εταιρείες, κτλ όσον αφορά την παραγωγή λογισμικού, ή τα αρνητικά φαινόμενα που παρατηρούνται στη δημόσια εκπαίδευση.

viii Οι ίδιες οι κοινότητες και το κίνημα του ελεύθερου λογισμικού, ονομάζει τον τρόπο δουλειά τους “ομότιμο”. Σημασία δεν έχει φυσικά η ονομασία αλλά τα χαρακτηριστικά, που είναι ταυτόσημα με του κομμουνιστικού τρόπου.

ix Εκτός απο το εμπειρικό παράδειγμα του κλεισίματος των εγκυκλοπαιδειών Encarta και Britanica κάτω απο τον ανταγωνισμό της Wikipedia, την τεχνική αρτιότητα του ελεύθερου λογισμικού και την συνεχή βελτίωση του απο χιλιάδες χρήστες λόγω του ανοικτού κώδικα, να αναφέρουμε ότι η αξία της πληροφορίας αυξάνει όσο διασπείρεται, άρα οι πατέντες και οι εμπορικοί περιορισμοί είναι μη αποδοτικοί. Αυτό δείχνει ότι οι νέες κομμουνιστικές σχέσεις γίνονται τεχνική αναγκαιότητα τουλάχιστον σε αυτόν τον κλάδο.


x Σημαντικά βοηθάει και το γεγονός ότι μπορεί να παραχθεί τεράστιος όγκος αξίας χρήσης με ελάχιστα μέσα, με μόνο το απλό εργαλείο του προσωπικού υπολογιστή. Ας κάνουμε υποθετικά έναν υπολογισμό. Ένα πρόγραμμα που χρησιμοποιούν πχ 1 εκατομμύριο χρήστες και πουλιέται πχ €50 το κομμάτι (υπάρχουν βέβαια προγράμματα που πουλιούνται και 500, ή και παραπάνω ευρώ) αντιστοιχεί σε ανταλλακτική αξία 50 εκατομμυρίων, που για την παραγωγή του απαιτούνται μόνο κάποιες -εκατοντάδες έστω- ώρες εργασίας. Για να παραχθεί αντίστοιχη ανταλλακτική αξία στην υλική παραγωγή χρειάζεται δεκάδες εκατομμύρια σταθερό κεφάλαιο και κάποια εκατομμύρια μεταβλητό.