24/11/13

Για την τέχνη και την επιστήμη της πολιτικής-μέρος 2 (Η ικανότητα υπολογισμού του συσχετισμού δυνάμεων).



Ποιος είναι ο βασικός παράγοντας που παίρνει υπόψη της η πολιτική: είναι ο συσχετισμός των δυνάμεων, όπως είναι, και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Ή με τα λόγια του Λένιν “να παίρνεις υπόψιν σου όλες τις δυνάμεις ...τις μάζες που δρουν σε μια χώρα και όχι να καθορίζεις την πολιτική σου με βάση μονάχα τις επιθυμίες και τις αντιλήψεις, το βαθμό συνειδητότητας και της διάθεσης για αγώνα μιας μόνο ομάδας ή ενός μόνο κόμματος” (αριστερισμός, άπαντα τ.41, σελ 65).ii
Φυσικά ο συσχετισμός υπολογίζεται όχι μόνο για να υποταχθεί κανείς σε αυτόν αλλά για να χαραχθεί αντίστοιχη πολιτική που να τον βελτιώνει. Πάντως με μια έννοια ο συσχετισμός υποχρεώνει, και όποτε τον παραβλέψαμε είχαμε στην καλλίτερη περίπτωση αποτυχίες και στην χειρότερη τραγωδίες (φυσική εξόντωση της πρωτοπορίας). Πολλές φορές ο αντίπαλος σπρώχνει σε μια πρόωρη, άκαιρη εξέγερση για να ξεμπερδεύει με το λ.κ. όταν ακόμα μπορεί, και δεν περιμένει να χειροτερέψουν για αυτόν τα πράγματα.
Αυτά φαίνονται αυτονόητα αλλά τελικά δεν είναι: πχ γίνεται πολλή συζήτηση για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να συνεργαστεί με ΑΝΕΛ ή ΔΗΜΑΡ. Ότι και να καταλογίσει κανείς στους ΑΝΕΛ (ακροδεξιοί κτλ) και στην ΔΗΜΑΡ (κρυφομνημονιακοί, φιλοευρωπαιστές κτλ) το απλό γεγονός ότι αλλιώς δεν σχηματίζεται αντιμνημονιακή κυβέρνηση (με δεδομένη την σημερινή άρνηση του ΚΚΕ) υποχρεώνει τον ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώξει να συνεργαστεί. Ο Λένιν, κριτικάροντας τους ‘αριστερούς’ κομμουνιστές της Γερμανίας έγραφε ότι όλη η ιστορία του μπολσεβικισμού είναι ιστορία συμμαχιών και συνεργασιών με άλλα κόμματα, ακόμα και αστικά. (αριστερισμός, άπαντα τ.41σελ 54).
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η κριτική του Λένιν στους τότε Γερμανούς “αριστερούς” κομμουνιστές σχετικά με την επαχθή συνθήκη των Βερσαλλιών. Ακόμα και αυτή την κατάπτυστη συνθήκη έλεγε δεν ήταν υποχρεωμένοι να δεσμευτούν για το αν και πότε θα την καταγγείλουν και ότι “η μελλοντική Σοβιετική Γερμανία θα βρισκόταν στην ανάγκη να αναγνωρίσει την ειρήνη για ορισμένο διάστημα και να υποταχθεί σε αυτή” (αριστερισμός, άπαντα τ.41 σελ 60). “οι κομμουνιστές δεν πρέπει να δέσουν τα χέρια τους και να υποσχεθούν ότι σε περίπτωση νίκης θα καταγγείλουν υποχρεωτικά και οπωσδήποτε την ειρήνη των Βερσαλλιών” (στο ίδιο, σελ. 60). Άθελα σου έρχεται να χαμογελάσεις για την στάση ορισμένων σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση και πως έχουν αναγάγει το ζήτημα της αποδέσμευσης σε βασικό κριτήριο αριστεροσύνης.

Ο συσχετισμός μετρά την σχετική δύναμη της εργατικής με την αστική τάξη, και τις συμμαχίες με την μικροαστική που καταφέρνει να επιτύχει κάθε μια.
  • Ο συσχετισμός δυνάμεων καθορίζεται από την συνείδηση και την ιδεολογική κατάσταση της εργατικής τάξης, την ενότητα της, από την οργανωτικότητα και αγωνιστική της διάθεση, από την ετοιμότητα της για αποφασιστικές μάχες, την ωριμότητα πολιτική και θεωρητική των οργανώσεων της.
  • Καθορίζεται από τις ταξικές συμμαχίες, κυρίως τις διαθέσεις των μικροαστών, που είναι και το πιο ευμετάβλητο στοιχείο, μιας και είναι από παλιά γνωστές οι συχνές ταλαντεύσεις τους, ανάλογα με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Πλούσια εμπειρία για το ρόλο των μικροαστών στην μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων δίνει το ιστορικό παράδειγμα της Χιλής του Αλιέντε. Ακόμα και το πραξικόπημα έγινε δυνατόν μόνο και μόνον όταν η μικροαστική τάξη εγκατέλειψε μαζικά την Λαϊκή Ενότητα και πέρασε με την αστική τάξη.
  • Τέλος, φυσικά από την δύναμη της αστικής τάξης, την ηγεμονική της υπεροχή, τις εσωτερικές της αντιφάσεις, τις σχέσεις της με τους πολιτικούς της αντιπροσώπους, τους διεθνείς δεσμούς και συμμαχίες της.

Ο γενικός ταξικός συσχετισμός καθορίζεται και μετριέται σε διάφορα επίπεδα:
  • την κοινωνία: γεγονότα όπως μια συρρίκνωση της εργατική τάξης σαν αποτέλεσμα αποβιομηχάνισης, μια απότομη αύξηση της ανεργίας, διεθνείς εξελίξεις όπως η κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η ψήφιση ορισμένης νομοθεσίας, η φάση του οικονομικού κύκλου κτλ, μεταβάλλουν το συσχετισμό.
  • τους θεσμούς του κράτους: πχ η κατάσταση και η συνείδηση των στελεχών τους, η επιρροή κάθε τάξης στην Διοίκηση, στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, στα σώματα ασφαλείας, στις ένοπλες δυνάμεις. Στο αστικό κράτος η επιρροή της αστικής τάξης είναι αποφασιστική αλλά αυτό δεν είναι στεγανοποιημένο από τη ταξική πάλη, η εργατική τάξη μπορεί ιδιαίτερα σε περιόδους ηγεμονικής κρίσης να διευρύνει την επιρροή της, σε βαθμό που να βρει κάποιο στήριγμα μια αριστερή κυβέρνηση. Φυσικά ριζοσπαστικοί μετασχηματισμοί του κράτους είναι αναγκαίοι για βαθύτερες αλλαγές στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού.
  • Τις επιχειρήσεις: πχ η δύναμη των συνδικάτων, ο βαθμός εργατικής συμμετοχής καπάλι καλά αν αυτό εξηγείται με την νεαρή τους ηλικία: τη νεολαία ο θεός την πρόσταξε να λέει για ορισμένο διάστημα τέτοιες κουταμάρεςι ελέγχου στην διοίκηση, συνδικαλιστικές επιτροπές κτλ

Ειδική έκφραση του γενικού κοινωνικού συσχετισμού είναι ο πολιτικός συσχετισμός: η διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, ο χαρακτήρας και η μορφή του κράτους, η δύναμη των κομμάτων, οι συνεργασίες τους, οι θέσεις τους (πχ ο βαθμός υποχωρήσεων που είναι υποχρεωμένα να κάνουν τα αστικά κόμματα για να διατηρήσουν την εργατική εκλογική τους επιρροή), κτλ.
Τέλος ειδικότερη και η πιο φανερή έκφραση του πολιτικού συσχετισμού είναι ο εκλογικός συσχετισμός, που δεν είναι πάντα ενδεικτικός από μόνος του, αλλά θέλει μια βαθύτερη ερμηνεία. Πχ το 27% του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αριστερό, έχει μικροαστικές συγχύσεις, λογική ανάθεσης κτλ. Αν κάποιος παρασυρθεί και το ερμηνεύσει διαφορετικά θα χαράξει λάθος πολιτική, θα βάλει στόχους ανώτερους από αυτούς που αντέχει ο συσχετισμός δυνάμεων.
Ο πολιτικός συσχετισμός λοιπόν μετράται κατ αρχήν εκλογικά αλλά είναι ευρύτερη έννοια, δεν περιορίζεται στην εκλογική αποτύπωση του. Τελικά χαρακτηρίζει την ικανότητα να κατευθύνεις την πορεία της χώρας ανεξάρτητα αν τυπικά έχεις την κυβέρνηση ή ακόμα και την εξουσία, είναι η αποκαλούμενη πολιτική ηγεμονία.
Μπορεί σε μεταβατικές περιόδους, η κυβερνώσα τάξη (με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Πουλαντζάςiii) να είναι η μικροαστική (περίπτωση γερμανικού φασισμού, η περίπτωση ΠΑΣΟΚ πρώτης περιόδου) ή και η εργατική (μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατία) αλλά η πολιτική ηγεμονία να είναι στην αστική, δηλαδή η χώρα να εξακολουθεί να βρίσκεται σε καπιταλιστική τροχιά.

Ο συσχετισμός επίσης μετριέται και κατά θέμα πχ ιδιωτικοποιήσεις, μνημόνιο, Ε/Ε κτλ. Βλέπουμε διαφορετικό συσχετισμό: αρνητικό στις ιδιωτικοποιήσεις, θετικό στο μνημόνιο. Που θα διαλέξεις να δώσεις την μάχη; Φαίνεται αυτονόητο, αλλά την ατζέντα την καθορίζει όποιος έχει την πρωτοβουλία, συνήθως η κυβέρνηση, (αν και κάποια μικρά περιθώρια έχει και η αντιπολίτευση, με την κατάθεση νομοσχεδίων, πρόκληση συζητήσεων, διοργάνωση κάποιας καμπάνιας κτλ). Άρα αν η κυβέρνηση προχωρά σε ιδιωτικοποιήσεις αναγκαστικά θα δώσεις την μάχη έστω και σε μη ευνοϊκό τερέν, φροντίζοντας να την δώσεις με τις λιγότερες απώλειες και προκαλώντας αντίστοιχα απώλειες στον αντίπαλο πχ ανάμεσα σε εργαζόμενους που απολύονται κτλ.


Η έννοια της πλειοψηφίας.

Βασική έννοια στην αποτύπωση του συσχετισμού είναι η «πλειοψηφία». Η πλειοψηφία υπάρχει ανεξάρτητα από τις μορφές αποτύπωσης της (πχ ο Λαφαζάνης ισχυρίζεται ότι οι απόψεις του είναι πλειοψηφικές στα «ενεργά» μέλη του ΣΥΡΙΖΑ). Αλλά για να παράξει πολιτικά αποτελέσματα πρέπει να αποτυπώνεται με μια μορφή μέτρησης, πχ εκλογές, δημοψήφισμα κτλ.
Η συμμόρφωση με την αρχή της πλειοψηφίας δεν είναι υποχώρηση στον αντίπαλο, ούτε ταυτίζεται με την αστική δημοκρατία. Κατ αρχή οι γενικές εκλογές παρά τους περιορισμούς τους και τα τερτίπια των αστικών πολιτικών δυνάμεων (ληστρικοί εκλογικοί νόμοι, ΜΜΕ ελεγχόμενα, εξαπάτηση με δεσμεύσεις-προγράμματα που δεν υλοποιούνται), αποτυπώνουν, αν όχι με ακρίβεια πάντως με τρόπο που δεν χωρά αμφισβήτηση, την ύπαρξη ή όχι πλειοψηφίας στην εργατική τάξη και τον βαθμό συμμαχίας με την μικροαστική. Όσο τα αστικά κόμματα έχουν πλειοψηφία σημαίνει ότι διατηρούν την συμμαχία τους με την μικροαστική τάξη και συνάμα διατηρούν κάποια -ή και σημαντική- εργατική επιρροή.
Ο λεγόμενος δημοκρατικός δρόμος για τον σοσιαλισμό δεν σημαίνει απλά κοινοβουλευτισμό, ή αποκλειστικά ειρηνικές διαδικασίες. Σημαίνει ότι οι προωθούμενες βαθιές αλλαγές θα συγκεντρώνουν την πλειοψηφία που θα διαπιστώνεται χωρίς αμφισβήτηση. Τα ιστορικά παραδείγματα της βίαιης πχ κολλεκτιβοποίησης, που έφεραν την Σοβιετική εξουσία σε αντίθεση με την μεγάλη πλειοψηφία των αγροτών, άρα και του πληθυσμού, και απομόνωσαν την εργατική τάξη και την σοβιετική εξουσία, με μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα την κατάρρευση, δείχνουν ότι η ύπαρξη πλειοψηφιών είναι ζωτική, και όχι τυπικό θέμα νομιμότητας.
Φυσικά το πρόγραμμα της Αριστεράς περιλαμβάνει και ζητήματα (τα περισσότερα!) που σήμερα δεν συγκεντρώνουν πλειοψηφία, όπως οι γενικευμένες εθνικοποιήσεις, ή η αποχώρηση από το ΝΑΤΟ. Τι κάνεις; Δεν τα βάζεις άμεσα για λύση, και ή περιμένεις μια ευνοϊκή συγκυρία (πχ στο θέμα του ΝΑΤΟ, έναν τυχοδιωκτισμό όπως τους βομβαρδισμούς στην Γιουγκοσλαβία που στρέφει την κοινή γνώμη ενάντια στο ΝΑΤΟ), ή κτίζεις- αν μπορείς- πλειοψηφία όπως εξηγήσαμε σε προηγούμενο σημείωμα με το παράδειγμα του δημόσιο τομέα: δηλαδή επιλέγεις 2-3 δημόσιες επιχειρήσεις, τις εξυγιαίνεις, την εκσυγχρονίζεις, τις εκδημοκρατίζεις και τότε έχεις δείξει στον λαό την αναγκαιότητα αλλά και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα. Πάντως σε κάθε περίπτωση προχωράς με πλειοψηφίες.
Η ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου ήταν να προχωράς σε αλλαγές στηριγμένος στην δύναμη αγνοώντας τις πλειοψηφίες που σχηματίζονται. Αυτό πρακτικά σημαίνει αδυναμία συμμαχίας με μικροαστούς, που παραμένουν έτσι στο αστικό μπλοκ επιρροής, ή ακόμα και κίνδυνο απώλειας της εμπιστοσύνης της εργατικής τάξης.
Παράλληλα κάποιοι χρησιμοποιούν την έννοια της πολιτικής πλειοψηφίας σε αντιδιαστολή με την αριθμητική. Στηρίζονται στο πραγματικό γεγονός ότι οι μηχανισμοί της τυπικής αστικής δημοκρατίας διαστρεβλώνουν την πραγματική πλειοψηφία είτε νόμιμα (ληστρικοί εκλογικοί νόμοι, ελεγχόμενα ΜΜΕ, προεκλογική εξαπάτηση με υποσχέσεις που δεν τηρούνται) είτε όχι. Αλλά τραβώντας την αντίληψη στα άκρα διατηρούν το δικαίωμα να υπολογίζουν την πλειοψηφία αυθαίρετα, χωρίς κάποια αποδεκτή μορφή πιστοποίησης, πχ εκλογές ή δημοψηφίσματα, και επειδή υπάρχει φυσικά αμφισβήτηση από τον αντίπαλο, το ζήτημα κρίνει η δύναμη (περίπτωση εμφυλίου πολέμου).


Συσχετισμός δυνάμεων και Συνεργασίες.

Πολλή συζήτηση γίνεται για τις συμμαχίες, τις συνεργασίες ή τα ‘μέτωπα’. Η εκπληκτική πολυδιάσπαση στον χώρο της Αριστεράς, και οι διεργασίες που συχνά γίνονται με ιδεολογικούς και όχι πολιτικούς όρους, επιβάλλουν μια πρώτη αποσαφήνιση για το ζήτημα Επίσης κόμματα όπως το ΚΚΕ έχουν ανάγει την άρνηση πολιτικών συνεργασιών σε σήμα κατατεθέν της πολιτικής τους.
Οι συμμαχίες δεν είναι από επιλογή αλλά τις επιβάλλει ο συσχετισμός. Εδώ η λενινιστική κληρονομιά είναι τόσο πλούσια αλλά και τόσο σαφής που δεν χρειάζεται να προσθέσουμε και πολλά πράγματα. Και είναι ειρωνεία ότι κάποιοι τις ξορκίζουν παρ όλο που ορκίζονται στο όνομα του Λένιν (ειδικά το ΚΚΕ και στο όνομα του Στάλιν, που στο θέμα αυτό ήταν πολύ πραγματιστής και ευλύγιστος, μέχρι με τον Τσόρτσιλ και τον Ρούσβελτ συνεργάστηκε, και σωστά).
Κατ αρχήν να αποκλείεις πιθανούς συμμάχους, είναι από θεωρητική άποψη αφελές όπως επανειλημμένα τόνιζε ο Λένιν: «να παραιτείσαι προκαταβολικά από τους ελιγμούς...από τις συμφωνίες και τους συμβιβασμούς...έστω και με προσωρινούς, ασταθείς, ταλαντευόμενους συμμάχους, δεν είναι πράγμα σε αφάνταστο βαθμό γελοίο;» (αριστερισμός, άπαντα τ.41 σελ 54).
Μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά φυσικά δεν είναι το ίδιο με μια κυβέρνηση της Αριστεράς, αλλά αυτό δεν το καθορίζουν επιθυμίες –όπως υπονοεί η κριτική που γίνεται πχ από την Αριστερή Πλατφόρμα- αλλά ο συσχετισμός δύναμης και η λαϊκή ψήφος. Από την άλλη είναι τέτοια η λυσσαλέα αντίδραση που θα συναντήσει μια αριστερή κυβέρνηση, θα έχουμε τέτοια όξυνση της ταξικής πάλης, που κάθε αξιοποίηση διαφορών στο αστικό μπλοκ είναι επιθυμητή. Για αυτό μια αντιμνημονιακή κυβέρνηση που θα συγκρουστεί στην ουσία με τον παγκόσμιο καπιταλισμό θα ήθελε να έχει την στήριξη ή έστω την ουδετεροποίηση μέρους των αστικών αντιμνημονιακών δυνάμεων. Το κύριο είναι να μην χάνεται ο σκοπός, που είναι το άνοιγμα του δρόμου για τον σοσιαλισμό, που όμως προϋποθέτει την δημιουργία διαφορετικής πολιτικής και εκλογικής πλειοψηφίας, η οποία μπορεί να σχηματιστεί, μπορεί και όχι. Αυτό πάντως δεν αναιρεί την ορθότητα της πολιτικής συνεργασιών του προηγούμενου σταδίου.
όποιος δεν το κατάλαβε αυτό, δεν κατάλαβε ούτε κόκκο από τον μαρξισμό...” (αριστερισμός, άπαντα τ.41 σελ 55). Ο Λένιν απέδιδε αυτές τις αντιλήψεις σε διανοούμενους και νέους, αν και ειδικά για τους νέους έδειχνε κατανόηση “ πάλι καλά αν αυτό εξηγείται με την νεαρή τους ηλικία: τη νεολαία ο θεός την πρόσταξε να λέει για ορισμένο διάστημα τέτοιες κουταμάρες” (αριστερισμός, άπαντα τ.41 σελ 54).

Πολιτική στοχευμένη σε συγκεκριμένο κοινό.

Πολιτική δεν γίνεται γενικά αλλά σε επιλεγμένες κατηγορίες, ταξικά, κοινωνικά κτλ. Αυτό δεν σημαίνει να λες στον καθένα αυτό που θέλει να ακούει, αλλά να διαλέγεις ποιόν εκπροσωπείς, «αδιαφορώντας» (ας μας επιτραπεί η έκφραση) για τους υπόλοιπους. Να θυμίσουμε ότι αντιθέσεις διαπερνούν και τον λαό, ακόμα και την εργατική τάξη, άρα κάποιο πολιτικό σχέδιο δεν μπορεί να εκφράζει κάθε στιγμή ούτε ολόκληρο το λαϊκό μπλοκ.
Έτσι το συνηθισμένο είναι να κερδίζεις επιρροή σε κάποιες ομάδες (πολιτικές ή ταξικές) και να χάνεις σε άλλες. Πχ ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθώντας να κερδίσει μια κρίσιμη πλειοψηφία του 30-35%- μπορεί να χάνει κάποιους αριστερούς, συνηθισμένους να ταυτίζουν την επαναστατική πολιτική με την επαναστατική φρασεολογία, και κάτω από το βάρος της προπαγάνδας για «δεξιά στροφή» κτλ. Η λεγόμενη πολυσυλλεκτικότητα που εμφάνιζε πχ το παλιό ΠΑΣΟΚ μάλλον στηριζότανε σε πολιτικές ακροβασίες, στην ασάφεια και στην θολή φυσιογνωμία του, όπου ο καθένας έβρισκε ή νόμιζε ότι έβρισκε, αυτό που ήθελε.
Αντίστροφα τώρα, μπορεί να σε εκτιμάνε πολλοί αλλά να μην σε επιλέγουν να τους αντιπροσωπεύσεις (η περίπτωση του ΚΚΕ, ή της ΔΗΜΑΡ). Πχ δεξιοί εκτιμάνε ένα γραφικό και μη απειλητικό ΚΚΕ, αλλά φυσικά δεν το ψηφίζουν. Όπως επίσης υπάρχουν άλλοι που το ψηφίζουν επειδή ακριβώς δεν εκτιμάνε ότι θα κυβερνήσει, άρα δεν τους ενοχλεί η ιδεολογία του αλλά προκρίνεται η αγωνιστική του παρουσία.
Φυσικά τα κόμματα που διεκδικούν εξουσία είναι υποχρεωμένα να απευθύνονται σε ευρύτερο κοινό. Όμως σε κάθε φάση μπαίνουν ανάλογοι στόχοι, που αντιστοιχούν στον αντίστοιχο συσχετισμό δυνάμεων.
  • Ο ΣΥΝ χρόνια είχε στόχο την κοινοβουλευτική επιβίωση, για αυτό και στη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ οι προγραμματικές θέσεις παίζανε δευτερεύοντα ρόλο, δεν είχε σημασία ποιες ήταν και τι λέγανε οι διάφορες συνιστώσες. Με την αρχή της κρίσης του δικομματισμού στόχο είχε την απόσπαση ενός σημαντικού εκλογικού κομματιού με στόχο την οριστική λύση του προβλήματος επιβίωσης. Με την απότομη χρεωκοπία του ΠΑΣΟΚ και την προβολή του συνθήματος της αριστερής κυβέρνησης (σύνθημα ζύμωσης), αρχικός στόχος δεν ήταν φυσικά η εξουσία αλλά η ηγεμονία στην Αριστερά, και η σημαντική ενίσχυση. Με την κατάληψη της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και μόνο τότε, αρχίζει να μπαίνει θέμα εξουσίας (το σύνθημα της αριστερής κυβέρνησης από σύνθημα ζύμωσης τώρα γίνεται σύνθημα δράσης). Τώρα τα προγραμματικά ζητήματα αποκτούν κρίσιμη σημασία, μπαίνουν στο μικροσκόπιο της κεντρικής πολιτικής σκηνής, άρα απαιτούνται σημαντικές αναπροσαρμογές που να αντανακλούν τα στρώματα που εκφράζονται και αντιπροσωπεύονται στο πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ (που κάποιοι που δεν καταλαβαίνουν τις περιγράφουν λαθεμένα σαν «δεξιά στροφή»).
  • Το ΚΚΕ έχει στόχο να κρατηθεί (να μην διαλυθεί) μέχρι να έρθουν "καλλίτερες μέρες", αρνείται να εμπλακεί στην τρέχουσα πολιτική. Με την εύθραυστη πολιτική ισορροπία που έχουμε, αυτή η στάση αντικειμενικά ευνοεί το αστικό μπλοκ. Παράλληλα έχει μονομέτωπο απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ.
  • Η ΔΗΜΑΡ έχει στόχο να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεργασίες που συντελούνται στον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, ρόλο που δεν μπορούσε να παίξει εντός ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με ΚΟΕ, ΔΕΑ κτλ. Στόχος της δεν είναι να στηρίξει το σημερινό καθεστώς, αυτό είναι το αποτέλεσμα των επιλογών της σαν «κυβερνώσας αριστεράς». Ένας διαφορετικός συσχετισμός θα την υποχρέωνε να αλλάξει πολιτικό προσανατολισμό, αν όχι ολόκληρη, τουλάχιστον την αριστερή μερίδα της.
  • Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει στόχο να γίνει μια υπολογίσιμη δύναμη με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, προσελκύοντας ένα αριστερό κομμάτι που σήμερα εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ για αυτό και κύριο εχθρό της θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο τρόπος όμως που γίνεται αυτό αντικειμενικά ενισχύει το αστικό μπλοκ. Δυνάμεις στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (πχ Παπακωνσταντίνου στο πρόσφατο βιβλίο του) διατηρώντας το ίδιο στόχο (θεμιτό εξ άλλου για κάθε κόμμα), δηλαδή το κέρδισμα του κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ, προτείνει μια παλιά δοκιμασμένη τακτική –του ενιαίου μετώπου με ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ- που δεν βοηθά το αστικό μπλοκ αλλά ενισχύει τις δυνάμεις της εργασίας.

Πολιτική και ταξική ανάλυση.

Αν και βάση της πολιτικής είναι οι τάξεις, τα ταξικά συμφέροντα, η πολιτική δεν ανάγεται αποκλειστικά στις σχέσεις και τα θεωρητικά συμφέροντα των τάξεων, αντίθετα τα διαμεσολαβεί.
Διαφορετικά όλοι οι εργάτες θα ψήφιζαν Αριστερά, την ΝΔ θα ψήφιζε μόνο η αστική τάξη κτλ. Φυσικά τότε όλα θα ήταν τόσο απλά που θα μπορούσε να κάνει πολιτική ο οποιοσδήποτε.
Πχ πόσο περίπλοκη μπορεί να είναι η εκπροσώπηση της εργατικής τάξης:
  • Κατά αρχήν μέχρι πρόσφατα το μεγάλο κομμάτι της, με μικροαστική-σοσιαλδημοκρατική συνείδηση (δηλαδή που ήταν υπέρ της συνεργασίας των τάξεων, που πίστευε ότι ο καπιταλισμός είναι καλλίτερος αρκεί να υπάρχουν ισχυρά συνδικάτα και φιλεργατική κυβέρνηση, αλλά οι επιχειρήσεις πρέπει να διευθύνονται από τους καπιταλιστές που ξέρουν την δουλειά) εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ. Ένα μεγάλο κομμάτι, κύρια της παραδοσιακής βιομηχανικής εργατικής τάξης με αντικαπιταλιστική σοσιαλιστική συνείδηση εκπροσωπούσε το ΚΚΕ, και ένα μικρότερο, κύρια του δημόσιου και της πιο σύγχρονης, μορφωμένης μερίδας ο ΣΥΡΙΖΑ. Και ένα σημαντικό μέρος της με ανοικτή μαχητική φιλοκαπιταλιστική ιδεολογία, η ΝΔ, το κατ εξοχήν αστικό κόμμα.
  • Με την κρίση ηγεμονίας του δικομματισμού, που έπληξε κύρια το ΠΑΣΟΚ, διαρρηγνύονται οι παραδοσιακοί δεσμοί και έχουμε πλήρη ανατροπή των πολιτικών εκπροσωπήσεων. Την πλειοψηφία κερδίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς φυσικά αυτή η μετατόπιση να συνοδεύεται από ριζοσπαστικές αλλαγές στην συνείδηση, που βασικά παραμένει σοσιαλδημοκρατική, με λογική ανάθεσης, και ιδεολογία συνεργασίας των τάξεων. Το ΠΑΣΟΚ χάνει την συντριπτικά μεγαλύτερη μερίδα που περνάει μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ, ένα μικρότερο μέρος στην ΔΗΜΑΡ, αλλά και στην ΝΔ. Αυτό δείχνουν οι έρευνες και οι δημοσκοπήσεις, αλλά επιβεβαιώνεται και εμπειρικά.
  • Ένα σημαντικό κομμάτι, εμφορούμενο από καθυστερημένες, εθνικιστικές, ρατσιστικές αλλά και χυδαίες απόψεις «για κλέφτες, κτλ» στηρίζει ΧΑ.

Αν η προηγούμενη ανάλυση είναι σωστή καταλαβαίνουμε πόσο αξιόπιστη είναι η κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ για δεξιά στροφή, και αποτελεσματικά είναι τα καλέσματα για «νέα ριζοσπαστικοποίηση» κτλ. Ωραία λόγια που το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να σπάσουν την εξ άλλου πολύ εύθραυστη και όχι μόνιμη σχέση του με τα στρώματα αυτά, εύθραυστη γιατί στηρίζεται σε προσδοκίες (αβέβαιες) και όχι στην βάση πραγματικών υλικών παροχών που είχαν οικοδομήσει την προηγούμενη μακρόχρονη σχέση τους με το προηγούμενο ΠΑΣΟΚ.
Φυσικά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αισθάνεται άνετα να εκπροσωπεί στρώματα με μικροαστική συνείδηση και πρέπει σιγά-σιγά, και προσεκτικά να επιδρά πάνω τους αλλά αυτή είναι μια διαδικασία που μπορεί να τραβήξει σε μάκρος (εν πολλοίς αβέβαιη), και εν πάση περιπτώσει δεν καθορίζει αποφασιστικά την άμεση πολιτική του. Βέβαια να επαναλάβουμε εδώ ότι τα μαζικά κόμματα είναι και υποκείμενο αλλά και αντικείμενο της ταξικής πάλης, δηλαδή και ο ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνεται με την σειρά του από τα στρώματα αυτά και τις μεταβαλλόμενες εμπειρίες τους.

Ο οικονομισμός προσπαθεί όχι απλά να ανάγει σε τελευταία ανάλυση, αλλά να εξάγει άμεσα την πολιτική από το ταξικό συμφέρον. Δηλαδή «αφού είναι εργάτες, θα θέλουν τον σοσιαλισμό κτλ»… «Ξεχνά», δεν καταλαβαίνει, ότι το ταξικό συμφέρον διαμεσολαβείται από την ιδεολογία. Το ταξικό συμφέρον έχει κρίσιμη σημασία στην πολιτική αλλά συμφέρον όπως κατανοείται από τους ενδιαφερομένους και όχι όπως θεωρητικά πρέπει να είναι (αυτό που ο Μαρξ νόμιζε ότι θα αναγκαστεί η εργατική τάξη να κάνει). Πέρα του ότι είναι αναποτελεσματικό μπορεί να γίνει και επικίνδυνο (να οδηγήσει σε αυταρχικές καταστάσεις, ιδιαίτερα όταν σε περίπτωση σχεδιασμένης οικονομίας καθορίζονται γραφειοκρατικά και αυθαίρετα οι ανάγκες, και να ερμηνεύεται η θέλησή της. Δεν είναι θεωρητική περίπτωση, το έχουμε δει στις κοινωνίες του υπαρκτού σοσιαλισμού).


Βιβλιογραφία:

  1. Λένιν, ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού- άπαντα τ.41, 1977, σύγχρονη εποχή.
  2. Πουλαντζάς, πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις-τόμος β', 1985, Θεμέλιο.
  3. Πουλαντζάς, το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός, 1982, Θεμέλιο.
iΔύο είναι τα βασικά ζητήματα στην πολιτική. Η ικανότητα να εκτιμάς τον συσχετισμό δυνάμεων, (που καθορίζει το μεταβατικό-άμεσο πρόγραμμα και τις συμμαχίες) και η ικανότητα η πολιτική σου να δείχνει στις μάζες αυτό που θέλεις αντί να τους το δηλώνεις με την προπαγάνδα.
iiΔεν είναι τυχαίο ότι το μόνο ειδικό βιβλίο για την θεωρία της πολιτικής που έγραψε ο Λένιν -τον "αριστερισμό"- αναφέρεται στα αριστερά λάθη, γιατί πολιτική σημαίνει να κερδίσεις τις μάζες και όχι την πρωτοπορία, και αυτό δεν γίνεται χωρίς καταπολέμηση των σοβαρών αριστερών συγχύσεων που έχουν περισσότερο από όλους όσοι έχουν διαβάσει πέντε πράγματα και νομίζουν ότι αρκεί να “εξηγήσουν” στις μάζες και αυτές θα καταλάβουν.
iiiΜεταξύ άλλων στο “φασισμός και δικτατορία” αλλά και στο “πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις” στο κεφάλαιο “τάξεις που κρατούν το κράτος”, σελ 94-104.

23/11/13

για την επιστήμη και τέχνη της πολιτικής: πρώτο μέρος, ή τι ΔΕΝ είναι πολιτική...


Το σημείωμα αυτό δεν φιλοδοξεί να είναι ένα ολοκληρωμένο εγχειρίδιο πολιτικής, απλά αποσκοπεί στο να ξεδιαλύνει κάποιες βασικές συγχύσεις που φαίνονται αμέσως σε όποιον παρακολουθεί την καθημερινή αντιπαράθεση στα πλαίσια της αριστεράς. Πιο συγκεκριμένα αποσκοπεί στο να δείξει πως κάποιοι μπερδεύουν την πολιτική με την προπαγάνδα, με την επιστημονική ανάλυση-θεωρία και με την ηθική.
Η πολιτική βέβαια στηρίζεται στην θεωρία, στην επιστήμη, στο πρόγραμμα, στην ιδεολογία, όμως διαφέρει σημαντικά από αυτά. Επίσης προφανώς πρέπει να υποστηριχθεί από την διαφώτιση-προπαγάνδα, αλλά επίσης διαφέρει σημαντικά και από αυτήν. Τέλος, ενώ η πολιτική της Αριστεράς πρέπει να στηρίζεται στην ηθική, στις αξίες της Αριστεράς όσον αφορά την ειλικρίνεια, την έλλειψη εξαπάτησης, χειραγώγησης κτλ, δεν μπορεί να θεμελιώνεται σε αντιλήψεις για το δίκαιο και το σωστό. Η σύγχυση της πολιτικής με αυτά οδηγεί σε εντελώς λάθος πολιτικές ή ακόμα χειρότερα στην παραίτηση από την πολιτική. Αυτόν τον διακριτό ρόλο της πολιτικής θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε απλά σε αυτό το σημείωμα.

Η πολιτική δεν είναι ιδεολογική-θεωρητική παρέμβαση.

Μια πολύ διαδεδομένη σύγχυση στην Αριστερά και μάλιστα σε κύκλους διανοουμένων, ή ομίλων θεωρίας, είναι το μπέρδεμα της πολιτικής με την ιδεολογία. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα με ένα επίκαιρο θέμα, την κρίση. Συμφωνούμε όλοι ότι η κρίση είναι του καπιταλισμού. Ότι το ξεπέρασμα των κρίσεων απαιτεί και το ξεπέρασμα του συστήματος που γεννά τις κρίσεις. Ότι μόνη ριζική λύση είναι ο σοσιαλισμός. Το ίδιο ισχύει για τα περισσότερα ζητήματα, πχ η ανεργία δεν μπορεί να λυθεί ικανοποιητικά χωρίς σχεδιασμένη κοινωνία, σοσιαλισμό. Αυτό είναι κοινά παραδεκτό και περιγράφεται με κάποιο τρόπο στα προγράμματα των κομμάτων της Αριστεράς. Είναι ας πούμε η ιδεολογική (ή η επιστημονική, οικονομική) πλευρά του ζητήματος. Μήπως από την προηγούμενη ανάλυση βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο άμεσος πολιτικός στόχος πρέπει να είναι ο σοσιαλισμός και οτιδήποτε λιγότερο είναι «οπορτουνισμός» όπως νομίζει πχ το ΚΚΕ;
Ας δούμε ένα ιστορικό παράδειγμα. Οι μπολσεβίκοι το 1917 πήραν την εξουσία με τρία βασικά συνθήματα: ειρήνη, ψωμί, γη στους αγρότες. Τρία αστικά συνθήματα, και μάλιστα προκειμένου να εξασφαλίσουν την συμμαχία με τους αντιδραστικούς αγρότες παραιτήθηκαν από το πρόγραμμα τους που ήταν η σοσιαλιστική εθνικοποίηση της γης, και υιοθέτησαν το μικροαστικό πρόγραμμα των εσέρων, για μοίρασμα της γης σε ατομικούς κλήρους, δημιουργώντας έτσι μια θάλασσα μικροαστών. Και ας τους κατηγορούσαν τότε οι υπεραριστεροί για δεξιά στροφή και υποχωρήσεις.
Τι θα έλεγε πχ ένας "αριστερός" σε κείνες τις συνθήκες; θα έλεγε ότι αυτό θα δημιουργήσει μικροαστούς, ότι είναι αντιδραστική λύση, ενισχύει τον καπιταλισμό, ότι δεν συνάδει με τον κομμουνισμό, και θα κατηγορούσε τον Λένιν για δεξιά στροφή και ότι πάει να γίνει Κερένσκυ στην θέση του Κερένσκυ, κριτική γενικά σωστή από επιστημονική άποψη, αλλά που δείχνει πλήρη έλλειψη πολιτικού κριτηρίου. Τι βάρυνε στην πολιτική των μπολσεβίκων; Ο πραγματικός συσχετισμός δυνάμεων και η ανάγκη συμμαχίας με τους πραγματικούς αγρότες, τους αγρότες όχι όπως θα ήθελαν οι μπολσεβίκοι να σκέφτονται αλλά όπως σκέφτονταν την στιγμή της επανάστασης.
Ποιο είναι το λάθος του επιστήμονα; Απαιτεί αυτό που καταλαβαίνει αυτός και μερικοί άλλοι επιστήμονες να το καταλάβουν οι πλατύτερες μάζες, δηλαδή να γίνει πολιτική. Τότε όλα θα ήταν πολύ απλά. Όμως το ταξικό συμφέρον διαμεσολαβείται από την ιδεολογία και τις πολιτικές αντιλήψεις, ακόμα και από τις προλήψεις και προκαταλήψεις, και όλα αυτά καθορίζουν την πολιτική ενός επαναστατικού κόμματος και όχι μιας επιστημονικής λέσχης ή ενός ομίλου θεωρίας.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πχ, τι θα έκανε σε κείνες τις συνθήκες; θα καλούσε τους αγρότες να αλλάξουν αντιλήψεις και να υιοθετήσουν το πρόγραμμα των μπολσεβίκων, όπως κάνει σήμερα πχ για το θέμα της ΕΕ και του Ευρώ (πέρα από άλλες αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κανείς για το ζήτημα των ολοκληρώσεων και την ιδέα του σοσιαλισμού σε μια χώρα). Θα είχε γίνει έτσι η Οκτωβριανή;
Λέμε λοιπόν ότι σημασία έχει να βρεις αυτό που θα σε φέρει πιο κοντά στην επανάσταση κερδίζοντας την πλειοψηφία, και αυτό σήμερα είναι η κατάργηση του μνημονίου και η κυβέρνηση της Αριστεράς. Όλα τα άλλα τα πιο «αριστερά» όχι μόνο δεν ανοίγουν δρόμο αλλά αντικειμενικά βοηθάνε τον αντίπαλο να διατηρήσει την εξουσία του.
Παραπέρα. Τι καθορίζει το άμεσο πρόγραμμα ενός επαναστατικού κόμματος; Κάποιοι νομίζουν ότι όσο πιο αριστερά είναι τόσο καλλίτερο. Είναι όμως έτσι; στόχος των άμεσων προγραμμάτων είναι να χτίσεις πλειοψηφίες για να πάρεις την εξουσία. Αυτό προϋποθέτει να κτιστούν πλειοψηφίες, που δεν είναι φυσικά στο επίπεδο της πρωτοπορίας και υπέρ του μάξιμουμ προγράμματος, δηλαδή του σοσιαλισμού. Άρα ένα πρόγραμμα πιο «αριστερό» από ένα που συγκεντρώνει πλειοψηφία, όχι μόνο δεν είναι επαναστατικό αλλά απομακρύνει την πιθανότητα νίκης. Σήμερα η κατάργηση του μνημονίου και όχι ο σοσιαλισμός είναι το άμεσο ζήτημα που μπορεί να συγκεντρώσει πλειοψηφία και υπό προϋποθέσεις να δώσει την κυβερνητική εξουσία και να ανοίξει τον δρόμο και για τον σοσιαλισμό. Να το θέσουμε αλλιώς. Ο πιο πιθανός δρόμος για τον σοσιαλισμό σήμερα είναι να παραιτηθείς από αυτόν προσωρινά και να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις τις εθνικές και διεθνείς προϋποθέσεις για αυτόν, με ένα μεταβατικό πρόγραμμα που θα σου δώσει την εξουσία.
Τότε γιατί πχ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βάζει ένα άλλο, πιο «προωθημένο» πρόγραμμα, που προφανώς δεν συγκεντρώνει πλειοψηφία; Γιατί σκοπός της δεν είναι το άμεσο άνοιγμα της επαναστατικής διαδικασίας αλλά το στρίμωγμα του ΣΥΡΙΖΑ, η αποκάλυψη του σαν κόμματος ρεφορμιστικού. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούσε το μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως προτείνει η Αριστερή Πλατφόρμα, τότε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το πιο πιθανό να το άλλαζε σε κάτι πιο «προχωρημένο» με στόχο να διαφοροποιηθεί, και να συνεχίσει την πολιτική αποκάλυψης του δήθεν ρεφορμισμού του ΣΥΡΙΖΑ. Με αυτήν την πολιτική της στοχεύει στον αριστερό (αλλά άπειρο πολιτικά) κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ που συγκινείται από πιο ριζοσπαστικές αλλαγές.
Φυσικά με αυτήν την λογική του αριστερισμού, κάθε πρόγραμμα μπορεί να θεωρηθεί «δεξιό». Γιατί είναι επαρκές το μίνιμουμ πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αφού πχ για την αντιμετώπιση της ανεργίας δεν φτάνει τίποτα λιγότερο από τον σοσιαλισμό. Και ο σοσιαλισμός όμως δεν φτάνει για την πλήρη απελευθέρωση της εργασίας, που απαιτεί τον κομμουνισμό. Φαίνεται καθαρά ο παραλογισμός αυτής της λογικής.
Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας τακτικής είναι οι δυνάμεις της Αριστεράς να μην αθροίζονται, και το αστικό μπλοκ, αν και μειοψηφικό, να κρατά την εξουσία. Έτσι παρά την επαναστατική φρασεολογία, ουσιαστικά πριμοδοτείται το αστικό μπλοκ.
Τι όμως συμβούλευε ο Λένιν τους αριστερούς κομμουνιστές (πχ στην Αγγλία, Πάνχερστ κτλ) να κάνουν σε αντίστοιχες συνθήκες. Τους καλούσε -με την προϋπόθεση της ελευθερίας κριτικής και δυνατότητας αυτοτελούς δράσης- να συνεργαστούν με το τότε εργατικό ρεφορμιστικό κόμμα, και ακόμα αν δεν δεχτεί εκείνο την συνεργασία να μην βάλουν καν υποψηφιότητα σε κάποιες περιφέρειες προκειμένου να το αφήσουν να κερδίσει τις εκλογές και οι μάζες να το δουν να κυβερνάει, ώστε να μπορούν να βγάλουν τα συμπεράσματα τους. (αριστερισμός σελ. 71, άπαντα τ.41 ).

Διάφοροι όμιλοι επιστημονικής θεωρίας εξ ορισμού δεν μπορούν να κάνουν πολιτική, και γιατί είναι ξεκομμένοι από την πραγματική εργατική τάξη, άρα δεν μπορούν να καταλάβουν πως ακριβώς σκέφτεται, και γιατί προσπαθούν να εξάγουν πολιτική από την θεωρία και όχι από τον συσχετισμό δυνάμεων και τις ανάγκες της ίδιας πολιτικής.

Τέλος, η ιδεολογία, αφορά περιορισμένο αριθμό ομοϊδεατών, πχ οι Αριστεροί στην Ελλάδα αυτοπροσδιορίζονται περίπου στο 10%, άρα αν ένα κόμμα νομίζει ότι μπορεί να κάνει πολιτική που αφορά μόνο τους αριστερούς, δηλαδή με ιδεολογικούς όρους, όπως νομίζουν το ΚΚΕ ή η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αυτοπεριορίζεται και δεν μπορεί να δημιουργήσει πλειοψηφίες. 
 
Μια κρίσιμη διευκρίνιση: όταν λέμε να παίρνουμε υπόψη τον συσχετισμό δυνάμεων δεν εννοούμε να υποταχθούμε σε αυτόν. Πχ αν θεωρούμε ότι είναι σωστή η έξοδος από το ΝΑΤΟ, και εκτιμούμε ότι η πλειοψηφία σήμερα δεν το θεωρεί σωστό ή εφικτό ή αναγκαίο ή οτιδήποτε άλλο, ναι μεν δεν το βάζουμε σαν άμεσο πολιτικό μας στόχο, αλλά δεν παραιτούμαστε, περιμένουμε μια άλλη συγκυρία, πχ μια επέμβαση του ΝΑΤΟ που καταδικάζεται από την πλειοψηφία και αλλάζει την στάση απέναντί του, για να το προωθήσουμε στην πρώτη γραμμή. Ο αριστερισμός θα μας κατηγορήσει σήμερα για υποχώρηση, και αύριο όταν το ζήτημα ωριμάσει, θα ισχυριστεί ότι αυτό έγινε κάτω από την δική του πίεση. Από την άλλη ο ρεφορμισμός θα παραιτηθεί οριστικά από τον προσωρινά μη πραγματοποιήσιμο στόχο.
Φυσικά ακόμα πιο αποτελεσματική τακτική δεν είναι να περιμένουμε παθητικά, αλλά να προσπαθήσουμε να δημιουργήσουμε εμείς τα γεγονότα που θα δείξουν αυτό που ισχυριζόμαστε, όπως θα εξηγήσουμε αμέσως παρακάτω. Προφανώς, για να μην παρεξηγηθούμε, δεν ισχυριζόμαστε ότι η πολιτική είναι αποϊδεολογικοποιημένη. Κάθε κόμμα ή και κάθε πολιτικός έχει ένα ιδεολογικό υπόβαθρο, και κάθε πολιτικό πρόγραμμα επίσης. Πχ η μεταβατική κυβέρνηση της αριστεράς, για τον ΣΥΡΙΖΑ ή έστω την πλειοψηφία του, δεν είναι αυτοσκοπός, είναι δρόμος για τον σοσιαλισμό. Αυτό όμως δεν το συμμερίζεται σήμερα υποχρεωτικά η πλειοψηφία που θα τον ψηφίσει, είναι κάτι που θα συνειδητοποιηθεί στην πορεία (αν συνειδητοποιηθεί) και θα αποφασιστεί από μια νέα κοινωνική και εκλογική πλειοψηφία.
Και η λεγόμενη προβοκάτσια είναι η δημιουργία γεγονότων αντί προπαγάνδας. Καίγεται η Αθήνα και η κυβέρνηση αμέσως μπορεί να πάρει μέτρα καταστολής χωρίς πολλές αντιδράσεις. Στην πολιτική πολλές ενέργειες παίζουν αυτό τον ρόλο,, δηλαδή να δείξουν κάτι αντί να το δηλώσουν. Ακόμα και σε συμβολικό επίπεδο (πχ μια επίσκεψη σε μια χώρα ή έναν ηγέτη, το που θα κάτσει κάποιος σε ένα γεύμα ή σε μια φωτογραφία κτλ).


Πολιτική δεν είναι «να εξηγήσουμε», αυτό είναι προπαγάνδα, διαφώτιση.
  • Πολιτική κάνεις με τις μάζες, η προπαγάνδα αφορά μικρές ομάδες πχ αριστερών.
  • η πολιτική στοχεύει σε πλειοψηφίες με την σημερινή συνείδηση, η προπαγάνδα προσπαθεί (ή μερικές φορές αυταπατάται ότι θα το κάνει) να διαμορφώσει συνείδηση στο μέλλον.
  • Η πολιτική προσπαθεί να διαμορφώσει συνειδήσεις δείχνοντας, δημιουργώντας γεγονότα, που θα βοηθήσουν τις μάζες να καταλάβουν με την πείρα τους, η προπαγάνδα με λογικά επιχειρήματα που κατανοούν λίγοι. Παράδειγμα: η μεγάλη πλειοψηφία βλέπει απαξιωτικά τις δημόσιες επιχειρήσεις. Πρώτο πρόβλημα είναι να το συνειδητοποιήσεις αυτό και να μην θεωρείς ότι ο κόσμος τις εκτιμά άρα και θα εγκρίνει σήμερα εκτεταμένες εθνικοποιήσεις, ή θα τις υπερασπιστεί από ιδιωτικοποιήσεις. Για αυτό ο Σαμαράς κερδίζει, και θα κέρδιζε και από την υπόθεση της ΕΡΤ, αν δεν γινότανε άτσαλα και δεν προσέκρουε σε συναισθηματικό δέσιμο με το ραδιόφωνο κτλ.
  • Στην πολιτική δεν φτάνει να υπολογίζεις τι λες και τι κάνεις αλλά και τι συνείδηση δημιουργείται από αυτό που λες και κάνεις, που πολλές φορές αυτά δεν ταυτίζονται.
Όπως είπαμε η προπαγάνδα προσπαθεί να εξηγήσει, να πείσει, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί μπορεί και όχι. Η πολιτική αντίθετα στηρίζεται στα ήδη κεκτημένα πιστεύω και αντιλήψεις και μετρώντας νηφάλια προσπαθεί να χαράξει ένα ρεαλιστικό σχέδιο για το τι μπορεί να γίνει με βάση την σημερινή συνείδηση, και υπολογίζοντας πως θα δημιουργήσει γεγονότα που θα οδηγήσουν τις μάζες με βάση την πείρα τους στο να συνειδητοποιήσουν κάτι.
Ένα παράδειγμα είναι οι δημόσιες επιχειρήσεις. Η μεγάλη πλειοψηφία του λαού, σαν αποτέλεσμα της ασέλγειας όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων αλλά και μια όχι σωστής στάσης πολλών εργαζομένων σε αυτές, δεν τις υπερασπίζεται και μάλλον εγκρίνει την ιδιωτικοποίηση τους. Το να λες απλά υπέρ του δημόσιου τομέα όχι μόνο δεν σε ευνοεί αλλά πριμοδοτεί τον αντίπαλο. Η Αριστερά είναι σε δύσκολη θέση όταν αγωνίζεται κατά των ιδιωτικοποιήσεων, βρίσκεται σε εχθρικό έδαφος. Αναγκαστικά θα δώσει την μάχη, αλλά δεν φτάνει ένα ξερό όχι. Πρέπει να κυριαρχεί η κριτική στην διαχρονική ευθύνη των κυβερνήσεων και να μην ταυτίζεται με το σημερινό καθεστώς τους, να προβάλλει την ανάγκη εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού τους. Ούτε στο άμεσο πολιτικό της πρόγραμμα μπορεί να μιλά για εκτεταμένες εθνικοποιήσεις. Αλλά επειδή αυτές είναι αναγκαίες, αφού πάρει την κυβερνητική εξουσία, μπορεί να επικεντρωθεί σε 2-3 επιχειρήσεις, να τις εξυγιάνει, να τις εκδημοκρατίσει, και αφού τις κάνει αποτελεσματικές, κερδοφόρες και θελκτικές και αυτό φανεί σε όλους, αφού λοιπόν έχει δείξει όχι με τα λόγια αλλά με την πείρα ότι υπάρχει αποτελεσματικό και σύγχρονο δημόσιο, τότε και μόνο τότε μπορεί να βάλει για έγκριση στον λαό ένα εκτεταμένο πρόγραμμα εθνικοποιήσεων (φυσικά εκεί που ο χαρακτήρας των παραγωγικών δυνάμεων το επιτρέπει).

Για την σχέση ηθικής και πολιτικής.

Ρωτήστε έναν αριστερό γιατί είμαστε κομμουνιστές, γιατί θέλουμε τον σοσιαλισμό. Γιατί ο καπιταλισμός είναι εκμεταλλευτικός θα σου απαντήσει. Για να καταργηθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Λάθος απάντηση! Αυτή η απάντηση ταιριάζει σε έναν αριστερό παπά, και φυσικά υπάρχουν τέτοιοι. Όμως η ηθική θεμελίωση του κομμουνισμού (δικαιοσύνη, …αγάπη κτλ) δεν έχει καμιά σχέση με τον μαρξισμό. Ο σοσιαλισμός η θα είναι ανώτερος και πιο αποτελεσματικός από τον καπιταλισμό, ή δεν θα μπορεί να σταθεί και θα καταρρεύσει (η περίπτωση της ΕΣΣΔ).
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μεταναστευτικό. Αντιμετωπίζεται σαν ηθικό θέμα από την αριστερά, ανθρωπιστικά, δηλαδή ότι οι μετανάστες είναι θύματα πολέμων και της φτώχειας, ότι πρέπει μα τους στηρίξουμε κτλ πράγμα που μπορεί να συγκινήσει ένα περιορισμένο αριστερό ακροατήριο, ενώ η πολιτική του διάσταση αγνοείται. Ποια είναι αυτή: ότι η μετανάστευση αξιοποιείται από την εγχώρια αστική τάξη για να βρει φτηνό εργατικό δυναμικό, να πιέσει την ελληνική εργατική τάξη και να ρίξει μεροκάματα και δικαιώματα, ότι έτσι αυξάνουν η ανεργία και η εγκληματικότητα, και κυρίως τρέφεται ο ρατσισμός και η ΧΑ, άρα η είσοδος άλλων μεταναστών πρέπει να περιοριστεί δραστικά, με πλήρη απόδοση δικαιωμάτων σε όσους κριθεί ότι πρέπει να μείνουν. Αυτό είναι αριστερή θέση θα ρωτήσει κάποιος; πιστεύουμε πως ναι. Η διαφορά είναι ότι παράλληλα θα κάνεις ενέργειες για την λύση του προβλήματος στην ρίζα του δηλαδή στις χώρες προέλευσης, θα απαιτήσεις ίσα δικαιώματα για όσους τελικά μείνουν στην χώρα και θα μεταχειριστείς ανθρώπινα όσους προσπαθούν να μπουν παράνομα στην χώρα.
Υπάρχει μια γενικότερη τάση να θεμελιώνονται προγραμματικές θέσεις στο δίκαιο. Ο σοσιαλισμός είναι «δίκαιος», άρα εφικτός. Όμως η εμπειρία έδειξε (και ο Μαρξ προειδοποιούσε) ότι δεν φτάνει να είναι κάτι δίκαιο (που εξ άλλου είναι αμφιλεγόμενη και ταξική έννοια, ο αστός θεωρεί εντελώς άδικο να του στερήσεις την ιδιοκτησία του), πρέπει να γίνει και οικονομικά αποτελεσματικό και αναγκαίο για να είναι εφικτό. Η θεμελίωση του κομμουνισμού μόνο πάνω στην δικαιοσύνη, όπως εξακολουθεί να πιστεύει η πλειοψηφία του αριστερού κοινού νου αλλά και ρευμάτων μαρξιστικής σκέψης, δεν αποδεικνύει την αναγκαιότητα του, αυτή πρέπει να θεμελιωθεί σε βαθύτερες αιτίες, στις τάσεις των εξελίξεων στην ενότητα παραγωγικές δυνάμεις-παραγωγικές σχέσεις.

Βιβλιογραφία:
Λένιν, ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού- άπαντα τ.41, 1977, σύγχρονη εποχή.