20/1/13




Γιάννη Δραγασάκη: ποια έξοδος; από ποια κρίση; με ποιες δυνάμεις;
εκδόσεις Ταξιδευτής.
Βιβλιοπαρουσίαση.

Το βιβλίο του Γ. Δραγασάκη έρχεται σε μια κρίσιμη στιγμή για τους εργαζόμενους της χώρας μας αλλά και την Αριστερά. Στην καρδιά ενός γενικευμένου κοινωνικού πολέμου, λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης, και σε στιγμές σχετικής ταξικής ισορροπίας, με την Αριστερά στην χώρα μας να διεκδικεί μετά από 60 περίπου χρόνια ξανά την εξουσία σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες και με εντελώς διαφορετική στρατηγική (δημοκρατικός δρόμος, αριστερή κυβέρνηση), το βιβλίο έρχεται να απαντήσει σε κρίσιμα ζητήματα θεωρίας και πολιτικής γύρω από το βασικό επίδικο που περιγράφει ο τίτλος του βιβλίου.
Αποτελείται από δυο μέρη. Το δεύτερο είναι μια συλλογή άρθρων του συγγραφέα που γράφτηκαν όλην την περίοδο πριν και κατά την διάρκεια της κρίσης, μέχρι σήμερα. Το πρώτο μέρος είναι μια πρωτότυπη και συμπυκνωμένη παρουσίαση των ιδεών που αναπτύσσονται στα άρθρα αλλά και μια προσπάθεια βαθύτερης και πιο ολοκληρωμένης πραγμάτευσης του θέματος. Στο σύντομο σημείωμα μας δεν είναι δυνατόν να εξαντλήσουμε το σύνολο των ιδεών και θέσεων του συγγραφέα (που άλλωστε κάποιες φαίνεται να είναι σε εξέλιξη, πράγμα καλό κατά την γνώμη μας), αλλά να παρουσιάσουμε ότι εμείς θεωρούμε πιο σημαντικό.


οι κρίσεις δεν υπάρχουν ως αυθύπαρκτα φαινόμενα. Οι βαθύτερες αιτίες τους έχουν τις ρίζες τους στο εσωτερικό του καπιταλιστικού συστήματος...εκκολάπτονται και ωριμάζουν σε προηγούμενες φάσεις οικονομικής ανόδου, φάσεις έντονης κερδοφορίας και κερδοσκοπίας...δεν συνιστούν μόνο, κριτική του παρελθόντος αλλά και αίτημα για την υπέρβασή του...(η επόμενη μέρα) μπορεί να είναι μια νέα, πιο βάρβαρη ή πιο ήπια μορφή καπιταλισμού, αλλά μπορεί να είναι και μια νέα μορφή κοινωνίας...ο επίλογος δεν είναι γνωστός...είναι το αποτέλεσμα των κοινωνικών, ιδεολογικών και πολιτικών αγώνων...”
Μπορεί τα παραπάνω να μην είναι κάτι καινούργιο στα πλαίσια της Αριστεράς και του μαρξισμού αλλά δείχνουν τον οδηγητικό μίτο της σκέψης του συγγραφέα. Αναφέροντας τα και δίνοντας το στίγμα του βιβλίου, θα μας επιτραπεί στην συνέχεια να παρουσιάσουμε βασικά σημεία της ανάλυσης.

Ποια κρίση;

  1. Στην αρχή γίνεται μια αναλυτική περιγραφή για το πώς η κρίση προετοιμάστηκε από τον τύπο του παραγωγικού και καταναλωτικού μοντέλου που προηγήθηκε, δηλαδή από ενδογενείς παράγοντες. Πώς υποβοηθήθηκε από επιλογές τύπου Ολυμπιάδας 2004, που αρχικά κουκούλωσαν τα προβλήματα δίνοντας μια πρόσκαιρη ανάπτυξη, για να τα μεταθέσουν οξύτερα το αμέσως επόμενο διάστημα. Πώς, παρά την πραγματική βάση του προβλήματος, ξέσπασε σε ένα βαθμό τεχνητά, ώστε να αξιοποιηθεί σαν μοχλός νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στην Ελλάδα, στις χώρες του νότου και όλην την ΕΕ τελικά. Και τέλος τεκμηριώνεται με πολλά στοιχεία το ότι ανατροφοδοτείται από τα μνημόνια και τη συνταγή της λιτότητας που ανακυκλώνουν έναν φαύλο κύκλο λιτότητας-ύφεσης-ελλειμμάτων.
  2. Περιγράφονται τα χαρακτηριστικά του μοντέλου ανάπτυξης: αρχικά δασμοβίοτος και κρατικοδίαιτος καπιταλισμός με κραυγαλέες ανισότητες. Μετά έχουμε μια γενιά προβληματικών επιχειρήσεων που τα βάρη τους φορτώνεται το κράτος (κρίση του ιδιωτικού και όχι δημόσιου τομέα!). Παράλληλα γίνεται μια κάποια επέκταση του κοινωνικού κράτους χωρίς αντίστοιχη αύξηση των εσόδωνi, με δανεικά. Το χρέος από 20% το 1979 πάει στο 98% το 1993. Και τέλος έχουμε την πιστωτική και καταναλωτική υπερεπέκταση, με παράλληλη αποσάθρωση του παραγωγικού ιστού, μια ανάπτυξη φούσκα στηριγμένη στα δανεικά, και σε εκτεταμένη παραοικονομία.
  3. Ανεξάρτητα από την προϊστορία της κρίσης και του λόγους που την εξέθρεψαν παρουσιάστηκε μια ευκαιρία. Το 1994-2007 είχαμε σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, λόγω προσφοράς φτηνού δανεικού χρήματος (Ευρώ), ευρωπαϊκών πόρων, φτηνού εργατικού δυναμικού με την έκρηξη της μετανάστευσης, και επέκτασης στις αγορές των βαλκανικών κρατών. Παρ όλα αυτά δεν αντιμετωπίζονται τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, ο δικομματισμός αρκείται στην φούσκα του χρηματιστηρίου και σε ευημερία στηριγμένη στην υπερχρέωση, “ευημερία πραγματική για τους λίγους, πλαστή εν πολλοίς για τους πολλούς, χτίζοντας κοινωνικές συμμαχίες στη βάση ενός δαπανηρού πελατειακού κράτους”. Η κρίση πια είναι προ των πυλών.
  4. Ενδιαφέρουσα είναι και η παρακάτω επισήμανση για την πολιτική που επικρατεί: “... η ανοχή στη φοροδιαφυγή και στην ήπια ανομία, αφ' ενός συγκαλύπτουν τη φοροδιαφυγή των μεγάλων...και αφ' ετέρου επέτρεπαν κοινωνικές συναινέσεις και ανοχές από ευρύτερα μεσαία και λαϊκά στρώματα στο πλαίσιο του δικομματισμού. Η ελεγχόμενη διάχυτη ανομία, φοροδιαφυγή και σπατάλη...είναι η κοινωνική βάση του δικομματισμού” (υπογράμμιση δική μας). Σε συνδυασμό με την εκτίμηση ότι “η εκλογική και πολιτική ήττα του δικομματισμού δεν συνιστά ήττα ή εγκατάλειψη αυτών των νοοτροπιών”, ο συγγραφέας φωτογραφίζει με καθαρό τρόπο τον σημερινό πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων και τους περιορισμούς μιας πιθανής αριστερής κυβέρνησης. Με απλά λόγια πχ μια φορολογική μεταρρύθμιση για πάταξης της φοροδιαφυγής, θα έχει σοβαρές αντιστάσεις ακόμα και στους ψηφοφόρους που θεωρητικά θα έχουν ψηφίσει ένα τέτοιο πρόγραμμα.

Ποια έξοδος; με ποιες δυνάμεις;

  1. Τα επίδικα της κοινωνικής σύγκρουσης είναι ποιος θα πληρώσει το κόστος της κρίσης, και τι σύστημα, τι εξουσία θα έρθει μετά. Η σημερινή κυρίαρχη πολιτική δεν αντιμετωπίζει το χρέος σαν πρόβλημα προς επίλυση αλλά σαν μοχλό νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων. Παρ όλο που έτσι αναγκάζεται προκειμένου να μη θίξει τα μεγάλα συμφέροντα να διαρρήξει τις κοινωνικές της συμμαχίες, προκαλώντας ραγδαία αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων και τη δυνατότητα ριζοσπαστικών αλλαγών.
  2. Για την έξοδο από την κρίση σε προοδευτική κατεύθυνση, απαιτείται η δημιουργία ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού εξουσίας. Η σημασία του συλλογισμού έγκειται στο ότι κατανοεί το κτίσιμο του σαν μια πολύμορφη διαδικασία που περιλαμβάνει την λαϊκή αυτενέργεια, τον κοινωνικό πειραματισμό στον τομέα της παραγωγής και διανομής, την προγραμματική ωρίμανση της κοινωνίας. Δεν είναι μια αυστηρά πολιτική διαδικασία., κυρίως όχι διαδικασία κορυφών. Περιλαμβάνει υγιείς δυνάμεις που εγκαταλείπουν τον δικομματισμό όχι μόνο εκλογικά αλλά και στην νοοτροπία.
  3. Για όσους από μας έχουν ξεμπερδέψει με την θεωρία του σοσιαλισμού σε μια χώρα όχι μόνο στα λόγια αλλά και στην πράξη, αποκτά ιδιαίτερη σημασία το πρόβλημα του συνδυασμού των ριζοσπαστικών αλλαγών στην Ελλάδα με παράλληλες διαδικασίες στην Ευρώπη. Φυσικά πρέπει να προετοιμαζόμαστε και να έχουμε σχέδιο για να ζήσουμε εκτός ΕΕ. Είτε στην περίπτωση που η Γερμανία ή κάποιος άλλος αποφασίσει να την διαλύσει, ή στην περίπτωση που οι διαπραγματεύσεις δεν οδηγήσουν σε κάποιο αποδεκτό συμβιβασμό. Αυτό όμως δεν αποτελεί επιθυμία, αλλά αναγκαστικό δρόμο, και ο λαός μας θα πρέπει σε μια τέτοια περίπτωση να προετοιμάζεται για δυσκολίες και θυσίες. Δεν μπορεί να αποτελεί επιλογή δική μας, όπως κάποιοι κύκλοι στην Αριστερά νομίζουν. Ακόμα και σήμερα που στην ημερήσια διάταξη δεν είναι ο σοσιαλισμός, αλλά ένα μεταβατικό πρόγραμμα ανακούφισης του λαού, κατάργησης του μνημονίου και αντιμετώπισης του χρέους, με παράλληλη αλλαγή πορείας στο παραγωγικό-καταναλωτικό πρότυπο και το πολιτικό σύστημα, η προβληματική της διαλεκτικής εθνικού-διεθνικού παραμένει. Αν η υλοποίηση αυτού του προγράμματος θα οδηγήσει στον σοσιαλισμό ή όχι θα εξαρτηθεί από τους κοινωνικούς αγώνες, από την ταξική και πολιτική πάλη. Πάντως σε κάθε φάση συνυπάρχουν οι διεθνείς περιορισμοί. Ακόμα και η πρώτη φάση της διαπραγμάτευσης του μνημονίου και του χρέους προϋποθέτει έναν αποδεκτό συμβιβασμό με τους δανειστές όπως είναι σήμερα. Βαθύτερες αλλαγές πρέπει να συμβαδίζουν με αλλαγές στον συσχετισμό δυνάμεων σε όλη την Ευρώπη. Αλλιώς βάζουμε από την πίσω πόρτα την θεωρία του “σοσιαλισμού σε μια χώρα” και μάλιστα σήμερα, την εποχή της έντονης διεθνοποίησης και των ολοκληρώσεων. Τα προβλήματα αυτά ρητά μεν θίγονται μόνο μια φορά στο βιβλίο και φευγαλέα, αλλά κατά την γνώμη μας, όλη η λογική του συγγραφέα υλοποιεί αυτή την βασική θεωρητική κατεύθυνση. Από την ανάλυση στο δίλημμα 'Ευρώ ή δραχμή', την τακτική των διαπραγματεύσεων, το πρόγραμμα εξόδου κτλ.
  4. Η προοπτική του αστικού μπλοκ είναι “στην καλλίτερη περίπτωση μια νέα κερδοσκοπική φούσκα στο έδαφος μιας κοινωνικής καταστροφής” (διάλυση κοινωνικού κράτους, μισθοί και δικαιώματα προπερασμένου αιώνα). Η προοπτική που προτείνει η Αριστερά είναι ένα νέο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο, με μια νέα εξουσία σε ένα νέο πολιτικό πλαίσιο βαθιού εκδημοκρατισμού. Σε αυτά τα πλαίσια ο λαός θα είναι διατεθειμένος να αναλάβει νέου τύπου βάρη και ευθύνες, όπως η σκληρή διαπραγμάτευση με τους δανειστές, η αλλαγή του κυρίαρχου υποδείγματος πολιτικής με τις νοοτροπίες που το στηρίζουν, και ο αγώνας για την εφαρμογή ενός προγράμματος μετάβασης σε μια νέα εποχή. Εδώ πρέπει να πούμε ότι ίσως πιο αποφασιστικά πρέπει να διαλυθούν αυταπάτες επιστροφής σε μια εύκολη εποχή υπερκαταναλωτισμού, της ήσσονος προσπάθειας, του ρουσφετιού και του βολέματος των δικών μας κτλ.
  5. Για το χρέος προκρίνει την επαναδιαπραγμάτευση και διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους, (λύση τύπου Γερμανίας το 1953) με ρήτρα ανάπτυξης, μέτρα παραγωγικής ανασυγκρότησης με κριτήριο τη απασχόληση και οικολογικές παραμέτρους (γενικά η οικολογική διάσταση είναι παρούσα σε όλο το βιβλίο), έχοντας επίγνωση ότι μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να χτίσει το μέτωπο αθροίζοντας δυσαρέσκειες, αλλά απαιτείται ολοκληρωμένο πρόγραμμα και σχέδιο πχ η απαραίτητη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής των μεσαίων στρωμάτων “πώς θα συνδυαστεί με μέτρα για την επιβίωση τους και την ένταξη τους στον παραγωγικό ιστό”. Παραθέτει μια σειρά σκέψεις για τις πιθανές πηγές πόρων. Κάνει λόγο για έναν νέου τύπου προστατευτισμό της ελληνικής παραγωγής όχι στηριγμένο στους δασμούς, ώστε να μην παράγει ένα μη-ανταγωνιστικό μοντέλο. Αναζητά τρόπους αξιοποίησης της λαϊκή εφευρετικότητας για νέες μορφές παραγωγής και διανομής από σήμερα, που πρέπει να στηριχτούν από μια αριστερή κυβέρνηση για να μην μαραζώσουν και πνιγούν από την αγορά. Όπως λέει χαρακτηριστικά χρειαζόμαστε μια νέα πολιτική οικονομία της μετάβασης.
  6. Ποιο συγκεκριμένα μπορεί να είναι το νέο παραγωγικό μοντέλο; Φυσικά δεν γίνεται λόγος άμεσα για τον σοσιαλισμό. Πρόκειται για ένα μεταβατικό μοντέλο, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει στον σοσιαλισμό ανάλογα με τους λαϊκούς αγώνες και τις διεθνείς εξελίξεις. Το μοντέλο αυτό δεν περιγράφεται στις λεπτομέρειες του, γιατί αυτές θα καθοριστούν από όλη την κοινωνία. Βασικές του κατευθύνσεις είναι : θα στηρίζεται στην αναδιανομή και όχι στον δανεισμό. Θα έχει κριτήριο τις ανάγκες και όχι την κερδοσκοπία. Θα στηρίζεται στην λαϊκή αυτενέργεια και πειραματισμό που θα ενισχύεται από το κράτος (εξασφάλιση πόρων, τεχνογνωσίας, αγορών, κτλ) και όχι αποκλειστικά στο κεφάλαιο. Θα περιλαμβάνει έναν εκσυγχρονισμένο και αποτελεσματικό δημόσιο τομέα σε στρατηγικούς τομείς όπου δεν χωρά το κριτήριο του κέρδους. Το βάρος εδώ πέφτει στην αποτελεσματικότητα, στην διαφάνεια, στην αυστηρή τιμωρία της διαφθοράς. Θα στηρίζεται στην καινοτομία και όχι στις αντιπαραγωγικές επιδοτήσεις. Θα στηρίζεται από έναν δημοκρατικό προγραμματισμό που θα απαντά στο τι και πώς θα παράγουμε. Δεν μπορούμε φυσικά να τα παράγουμε όλα σε εποχή διεθνοποίησης, αλλά δεν μπορούμε να μην παράγουμε και τίποτα, βασισμένοι μόνο στην μονοκαλλιέργεια του τουρισμούii. Βασικά κριτήρια θα είναι η αντιμετώπιση της ανεργίας, ή κάλυψη των λαϊκών αναγκών, η οικολογική διάσταση και όχι η καπιταλιστική κερδοφορία.
  7. Η μεγάλη κρίση του 1929 γέννησε το new deal στις ΕΠΑ αλλά και τον φασισμό και τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Σήμερα στην χώρα μας σηκώνει κεφάλι ο φασισμός αλλά παρουσιάζονται πάλι οι δυνατότητες για μια νέα κοινωνία. Ο συγγραφέας διστάζει να χρησιμοποιήσει τον όρο σοσιαλισμό μετά την τριπλή κακοποίηση του όρου (από τον υπαρκτό, την σοσιαλδημοκρατία, τον αυταρχικό τριτοκοσμικό σοσιαλισμό). Με τα δικά του λόγια: “χρησιμοποιώ τον όρο νέα κοινωνία και όχι σοσιαλιστική...διότι αυτή θα προκύψει από την κριτική και υπέρβαση όχι μόνο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού αλλά και των στρεβλώσεων της ιδέας και του περιεχομένου του σοσιαλισμού. Το ζήτημα του σοσιαλισμού τίθεται ξανά ως ένα αίτημα προς επανακαθορισμό του περιεχομένου και της στρατηγικής προς αυτόν, σε κριτική σχέση τόσο με τις εμπειρίες του υπαρκτού σοσιαλισμού, όσο και με κείνες της προσαρμοσμένης στα νεοφιλελεύθερα δόγματα σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και διαφόρων μορφών αυταρχικού τριτοκοσμικού σοσιαλισμού. Θα είναι ένας νέος σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία ή δεν θα είναι σοσιαλισμός”.

Αυτά σε γενικές γραμμές με το πρώτο μέρος του βιβλίου. Το δεύτερο περιλαμβάνει όπως είπαμε άρθρα του συγγραφέα που αποδεικνύουν την διαχρονική υποστήριξη από μέρους του θέσεων που σήμερα φαίνονται αυτονόητες, και φωτίζουν πλευρές και λεπτομέρειες με βάση την πολιτική επικαιρότητα. Πολλά είναι ενδιαφέροντα, στην παρουσίαση αυτή θα ξεχωρίσω τέσσερα που μου φαίνονται πιο σημαντικά.

  1. Στην παρέμβαση σε ημερίδα του ΣΥΝ (Μάης 2011) με θέμα “κρίση, μνημόνιο, περιβάλλον” εισάγει μια σειρά σημαντικά ζητήματα. Κάνει λόγο για την ανάγκη “διεύρυνσης της μαρξιστικής κριτικής στον καπιταλισμό, ώστε αυτή να περιλαμβάνει κριτική στον παραγωγισμό και την αναπτυξιολογία, δηλαδή στην παραγωγή και την ανάπτυξη σαν αυταξία, ανεξάρτητα από τα φυσικά όρια και το κοινωνικό περιεχόμενο τους”. Εισάγει τον όρο του “οικολογικού χρέους”, με την έννοια ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της σημερινής μας δραστηριότητας δεν είναι πάντα ορατές άμεσα αλλά στο μέλλον, έτσι ώστε αν δεν λάβουμε σήμερα τα αναγκαία μέτρα αποτροπής ανεπίστρεπτων καταστροφών είναι σαν να συσσωρεύεται ένα αφανές οικολογικό χρέος. Επιστρέφει στον Μαρξ (κριτική του προγράμματος της Γκόττα) για να επισημάνει την ανάγκη η κοινωνία να σωρεύει απόθεμα για ασφάλεια, για την διασφάλιση της ύπαρξης και της αναπαραγωγής της, και όχι χρέη όπως γίνεται σήμερα. Επισημαίνει τον κίνδυνο να δούμε στο όνομα της πράσινης ανάπτυξης έναν νέο επιδοτούμενο κρατικοδίαιτο καπιταλισμό. Και κλείνει την παρέμβαση του παραφράζοντας την γνωστή φράση του Πουλαντζά λέγοντας ότι “η Αριστερά της εποχής μας είτε θα είναι επί της ουσίας οικολογική, ή δεν θα είναι Αριστερά”.
  2. Σε άρθρο του στην Ελευθεροτυπία (20/5/2010) ανάμεσα σε διάφορες σκέψεις για την αντιμετώπιση της κρίσης σε διαφορετικό δρόμο από τον ακολουθούμενο αναφέρει ότι η ανάπτυξη αντί με δανεισμό μπορεί να γίνει με αναδιανομή και με νέου τύπου διαρθρωτικές πολιτικές για μια κοινωνία αλληλεγγύης και μια οικονομία των αναγκών. Ότι “είναι καιρός να σκεφτούμε πολιτικές ικανοποίησης των αναγκών μέσω της διεύρυνσης των συλλογικών αγαθών αντί της θεοποίησης του καταναλωτισμού, του ιδιωτικού και της κοινωνικής σπατάλης. Είναι η κατάλληλη στιγμή για να σκεφτούμε τις ανάγκες μας συλλογικές και ατομικές...”. Αυτά κατά την γνώμη μας αφοράν και στην Αριστερά, και στα συνδικάτα και στους εργαζόμενους. Παρά τον κίνδυνο να εμφανιστούν σαν μια αριστερή παραλλαγή της λιτότητας, πρέπει θαρραλέα μέσα στην κρίση και με αφορμή την κρίση να ξαναδούμε τι είναι είναι ουσιαστικό και τι όχι. iii Έτσι ή αλλιώς οι μισθωτοί στην πλειοψηφία τους ζούνε λιτά. Άρα γιατί να μην υιοθετήσουν την ιδέα της λιτότητας και να απαιτήσουν να επεκταθεί στην αστική τάξη και στα πλούσια μεσαία στρώματα; Από την άλλη γιατί να θέλουμε επιπλέον εισόδημα πχ για φροντιστήρια αντί να διεκδικήσουμε ένα σωστό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα; το ίδιο για την υγεία, τη στέγαση, τις συγκοινωνίες κτλ Πόσο αριστερό είναι το αίτημα πχ για φτηνή βενζίνη αντί για αξιόπιστα, φτηνά και σύγχρονα μέσα μαζικής μεταφοράς; τέλος κάνει λόγο για αναδιανομή όχι με βάση μόνο το εισόδημαiv αλλά και την περιουσία v.
  3. σε ομιλία στην ημερίδα του ΣΥΝ με θέμα τις ιδιωτικοποιήσεις (Μάης 2011), αφού αναφέρει ότι η κρίση που ζούμε προήλθε από τις ιδιωτικές και όχι τις δημόσιες επιχειρήσεις, ξεκαθαρίζει ότι ο σημερινός δημόσιος τομέας είναι ένα δημόσιο στο έδαφος του καπιταλισμού, δεν είναι το δημόσιο της αριστεράς. Φυσικά εύκολο να το λες αλλά δύσκολο να το καταλάβει ο κόσμος όταν η πολιτική σου δεν τον βοηθάει, μιας και κυριαρχεί το “όχι στις ιδιωτικοποιήσεις” κι όχι το “εκσυγχρονισμός και εξυγίανση, ενός διεφθαρμένου, διαπλεκόμενου, και αναποτελεσματικού δημόσιου κατ όνομα τομέα”. Αναφέρει ότι η πολιτική αντιπαράθεση αφορά το πρότυπο με το οποίο θα λειτουργήσει η κοινωνία, άρα έχει σημασία. Όμως εδώ ο αντίπαλος έχει την ηγεμονία αφού το δημόσιο στην χώρα μας σαν αποτέλεσμα χρόνιας κακοποίησης και ασέλγειας από μέρους του δικομματισμού ταυτίζεται με ότι πιο αναποτελεσματικό και σε μεγάλο βαθμό διεφθαρμένο. Εδώ ίσως η ανάλυση που γίνεται υποτιμά το πρόβλημα. Αν και αναφέρεται ότι το ζήτημα δεν είναι κύρια το πόσο κράτος αλλά το ποιο και για ποιόν κράτος, το βάρος δεν πέφτει εδώ.
  4. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η ανάλυση που γίνεται στην ομιλία στην ημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ με θέμα τράπεζες και κοινωνία (Απρίλης 2012). Αναφέρει ότι “οι τράπεζες ασκούν κατά βάση μια κοινωνική λειτουργία κατά παραχώρηση της κοινωνίας”, άρα δεν δικαιολογείται και η λειτουργία τους με κριτήριο την κερδοσκοπία των ιδιοκτητών τους. Θεωρεί ότι είναι τυπικά ιδιωτικές, μόνο όσον αφορά την διανομή των κερδών τους, εφ' όσον τα κεφάλαιο τους τα αντλούν από την κοινωνία και το ρίσκο τους είναι εγγυημένο από το κράτος, από τους φόρους των πολιτών. Σε μια ιστορική αναδρομή περιγράφει τρεις θεμελιακές αλλαγές. Η πρώτη είναι η μετατροπή τους σε αφεντικά της βιομηχανίας, διαδικασία που ξεκινά από τις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά που κυριαρχεί την δεκαετία του '60. Η δεύτερη είναι ο διαχωρισμός της λειτουργίας της ιδιοκτησίας από την λειτουργία της διεύθυνσης. Ονομάζει τον σημερινό καπιταλισμό χρηματιστηριακό, τραπεζοκεντρικό καπιταλισμό. Η τρίτη είναι το πέρασμα από ένα καθεστώς αυστηρής εποπτείας και επιτήρησης -κυρίως μετά την κρίση του 1929- σε ένα καθεστώς απορρύθμισης και πλήρους ασυδοσίας. Ειδικά για την Ελλάδα το αμέσως προηγούμενο διάστημα οι τράπεζες πραγματοποιούν υπερκέρδη, που διανέμονται σε μετόχους και μεγαλοστελέχη, στηριγμένες στην μεγάλη διαφορά επιτοκίου δανείων και καταθέσεων (3,5% έναντι 1,3% στην Ευρωζώνη), στη φούσκα του χρηματιστηρίου, και σε μια στροφή σε καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια αντί για επιχειρηματικά. Και θεωρεί σκάνδαλο την ανακεφαλαίωση τους χωρίς τον έλεγχο του δημοσίου, σε υλοποίηση του νεοφιλελεύθερου δόγματος κοινωνικοποίηση των ζημιών, ιδιωτικοποίηση των κερδών. Δεν θεωρεί ότι αρκεί η κρατικοποίηση. Ψάχνει μορφές ελέγχου και από εμπλεκόμενους φορείς, όπως οι καταθέτες, οι εργαζόμενοι στις τράπεζες, αρκεί προσθέτει να μην πάρει μορφή συντεχνιασμού (κάτι που δεν είναι εύκολο προσθέτουμε εμείς, και θέλει φυσικά μελέτη). Και φυσικά επαναφέρει την γνωστή -και αμφιλεγόμενη!- πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για ρύθμιση των χρεών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Λέγω αμφιλεγόμενη γιατί αφ' ενός μεταφέρει στο κοινωνικό σύνολο και στον φορολογούμενο χρέη που εν πολλοίς δεν ήταν δικαιολογημένα και αφ ετέρου επιβραβεύει τον καταναλωτισμό με δανεικά.

Η αξία του βιβλίου έγκειται στο ότι σε μια κατάσταση, όπου κάποιοι απλά προσμένουν την επιστροφή στο 2008 σε ότι αφορά την κατανάλωση και την παραγωγή, και άλλοι ευαγγελίζονται σοσιαλισμό σε μια χώρα, φαντασιώνοντας μια επαναστατική λαϊκή πλειοψηφία που την συγκρατεί δήθεν ο ρεφορμιστικός ΣΥΡΙΖΑ, ο Γ. Δραγασάκης βάζει για συζήτηση τις αναγκαίες ριζοσπαστικές αλλαγές στο παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο. Ριζοσπαστικές αλλαγές που όμως να σέβονται και τον εσωτερικό συσχετισμό δυνάμεων, (χωρίς να υποτάσσονται σε αυτόν, μιας και είναι δυναμικός παράγοντας σε εξέλιξη που με την σειρά του διαμορφώνεται από τις προγραμματικές επεξεργασίες), αλλά και τους διεθνείς περιορισμούς αυτής της διαδικασίας. Κάνει μια προσπάθεια θεμελίωσης της δικής μας πολιτικής οικονομία της μετάβασης. Όπως γράφει, δεν φιλοδοξεί να προσφέρει τελειωτικές λύσεις αλλά το άνοιγμα ενός διαλόγου. Οι τελικές λύσεις θα διερευνηθούν και θα διευρυνθούν από τον κοινωνικό πειραματισμό και την λαϊκή πρωτοβουλία, με την στήριξη φυσικά των οργανώσεων της Αριστεράς.

Κέρκυρα, Γενάρης 2013.

iΗ επισήμανση έχει την σημασία της, γιατί είναι ισχυρή η αντίληψη ότι για το έλλειμμα φταίει ο Αντρέας Παπανδρέου, δηλαδή ο “σοσιαλισμός”, το κοινωνικό κράτος κτλ. Αυτό που πραγματικά φταίει είναι η πολιτική του κοινωνικού κράτους με δανεικά, χωρίς αναδιανομή, χωρίς σύγκρουση με την πλουτοκρατία.
iiΣε πρόσφατες επεξεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ προτείνεται η επικέντρωση σε 5 παραγωγικούς κλάδους-συμπλέγματα: Το αγροτοδιατροφικό, το τουριστικό, το ενεργειακό, το σύμπλεγμα βιομηχανίας-περιβαλλοντικών τεχνολογιών και έρευνας, καθώς επίσης και το κατασκευαστικό σύμπλεγμα. (ομιλία Τσίπρα στην ΔΕΘ,2012)
iiiΑξία της Αριστεράς είναι η ανάπτυξη της προσωπικότητας των εργαζομένων, η διεκδίκηση δημιουργικής εργασίας, η προώθηση τους στην διοίκηση της κοινωνίας και των επιχειρήσεων, και όχι πρώτα απ όλα αιτήματα αυξήσεων για να συσσωρεύουν υλικά αγαθά. Το αναγκαίο ψηλό βιωτικό επίπεδο και η αναδιανομή είναι μια προϋπόθεση μόνο για τα προηγούμενα και όχι αυτοσκοπός. Φυσικά καταλαβαίνει κάνεις τα συνδικάτα να είναι μονόπλευρα προσανατολισμένα στο βιοτικό επίπεδο, αλλά προκαλεί εντύπωση να έχει τον ίδιο οικονομίστικο προσανατολισμό και τμήμα της Αριστεράς, και μάλιστα με την αυταπάτη όχι είναι “επαναστατικό”.
ivΚατά την γνώμη μας, τουλάχιστον στην αρχική φάση, και το εισόδημα δεν μπορεί να φορολογείται μόνο με το τι δηλώνεται, αλλά κυρίως με ένα σύστημα ορθολογικών και δίκαιων τεκμηρίων διαβίωσης αλλιώς θα συνεχιστεί το καθεστώς υπερφορολόγησης των μισθωτών και φοροδιαφυγής των μεσαίων στρωμάτων. Στην ίδια λογική δεν είναι ρεαλιστικός ο περιορισμός των έμμεσων υπέρ των άμεσων φόρων. Αρκεί η οι έμμεσοι φόροι να μην είναι οριζόντιοι αλλά στοχευμένοι, δηλαδή σε είδη πολυτελείας, εισαγωγής κτλ.
vαλήθεια, πότε η Αριστερά θα μιλήσει για σημαντική αύξηση του φόρου κληρονομιάς; προοδευτικά φυσικά, με εξαίρεση πχ ενός λογικού σπιτιού για διαμονή. Δεν μπορεί ο αμύθητος πλούτος που συσσωρεύει η αστική τάξη να κληροδοτείται ολόκληρος στους γόνους της, και να μην μένει ένα σημαντικό μέρος στην κοινωνία.