18/3/11


Κ. ΠΡΕΒΕ : κριτική ιστορία του μαρξισμού.
ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ

Με τρία χρόνια καθυστέρηση κυκλοφόρησε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις ΚΨΜ, το βιβλίο του Κ Πρέβε. Να πούμε από την αρχή ότι πρόκειται για ένα πολύ ενδιαφέρον, αν και αιρετικό βιβλίο. Ενδιαφέρον όχι γιατί πιθανά θα συμφωνήσει κανείς με τα περισσότερα σημεία αλλά γιατί παραθέτει κρίσιμα και επίδικα θεωρητικά ζητήματα, με τρόπο ίσως απόλυτο, και ηθελημένα προκλητικό, αλλά πάντως σαφή, και δίνει τροφή για σκέψη και διάλογο. Προσωπικά, σε πολλά από τα συμπεράσματα του δεν συμφωνώ, αλλά το θεωρώ πολύτιμο βιβλίο, και το συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όποιον ενδιαφέρεται σήμερα για τον μαρξισμό.
Ο ΚΠ δηλώνει μαθητής του Μαρξ και κομμουνιστής, αν και πολλοί θα του αμφισβητήσουν αυτήν του την ιδιότητα (ομολογώ ότι και εγώ σε κάποια σημεία είχα αρχικά τις αμφιβολίες μου!).
Ο ΚΠ δεν κρύβει την περιφρόνηση του για το πολιτικό προσωπικό της Αριστεράς, ιδιαίτερα εκείνο που διαχειρίστηκε εξουσία. Σε κάποια σημεία βγάζει και κάποια πικρία (ή και κάτι ...περισσότερο!) για την αντιμετώπιση που είχε σαν 'διανοούμενος' από το κόμμα της εργατικής τάξης: “χρειάστηκε να υπομείνω επί τριάντα χρόνια το ζωώδες μίσος εκείνων που στα λόγια θέλουν έναν κόσμο ελεύθερο και χειραφετημένο κτλ...”
Ο ΚΠ περιοδολογεί την ανάλυση του σε τρία στάδια (μετά τον Μαρξ). Πρωτομαρξισμός, μεσομαρξισμός, ύστερος μαρξισμός. Παραθέτει τις βασικές αντιλήψεις του από την αρχή, και τις αναπτύσσει λεπτομερώς στα επόμενα κεφάλαια.
Ποιες είναι αυτές:
Ο μαρξισμός που ξέρουμε, στις βασικές εκδοχές του , δεν είναι δημιούργημα του ίδιου του Μαρξ αλλά των Ένγκελς-Κάουτσκι. Αναπτύχθηκε σαν μια ιδεολογία της εργατικής τάξης, μιας τάξης υποτελούς, και για αυτό έχει πολλά χαρακτηριστικά θεολογικού και θρησκευτικού τύπου (μεσσιανισμός, ντετερμινισμός, τελεολογία, ιστορικισμός, ουτοπισμός κτλ). Επίσης και πολλά χαρακτηριστικά οικονομίστικα. Η υποτελής εργατική τάξη δεν μπορεί να ηγεμονεύσει στην κοινωνία, ούτε να διοικήσει, για αυτό έχει ανάγκη εκπροσώπων, το κόμμα της. Οι εκπρόσωποι αυτοί, η γραφειοκρατία, είναι εντελώς απαραίτητοι, αν και στην πορεία αυτονομούνται και τείνουν από την ασταθή κατοχή να πάνε σε σταθερή ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (παλινδρόμηση στον καπιταλισμό). Η εργατική τάξη, γράφει, πολύ σωστά πήρε την εξουσία το 1917, οικοδόμησε τον μόνο τύπο 'σοσιαλισμού' που μπορούσε στις δοσμένες συνθήκες, αλλά όλες οι εγγενείς αντιφάσεις του συστήματος μπορούσαν να οδηγήσουν, και οδήγησαν, στην κατάρρευσή του. Αναγέννηση του μαρξισμού (και του κινήματος) δεν μπορούμε να περιμένουμε ούτε από τη σημερινή Αριστερά, ούτε από τις σεχταριστικές ομαδούλες ούτε από τους ακαδημαϊκούς, αλλά από την νέα γενιά, στη βάση των σημερινών νέων αντιθέσεων του καπιταλισμού.
Αυτά για αρχή και προχωράμε σε πιο αναλυτική εξέταση των κεφαλαίων του βιβλίου.

Αρχικά έχουμε ένα εισαγωγικό κεφάλαιο με τίτλο 'πριν από τον Μαρξ', όπου ο ΚΠ συνδέει την σκέψη του Μαρξ με όλην την ιστορία της φιλοσοφίας (σε αντίθεση με την περιοριστική γνωστή αντίληψη των τριών πηγών, δηλαδή αγγλική πολιτική οικονομία, γερμανική φιλοσοφία, γαλλικός κομμουνισμός), και κάνει κάποιες νύξεις για τις θέσεις που θα αναπτύξει σε επόμενα κεφάλαια. Σημεία που αξίζει να κρατήσει κανείς -από τα πάρα πολλά θέματα που θίγονται-, είναι ίσως η εκτίμηση του συγγραφέα για τις αναλύσεις του Κ Πόλανυ, ιδιαίτερα για τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, καθώς και η μεγάλη σημασία που αποδίδει στον Χέγκελ.

Ο Μαρξ.

Ο Μαρξ σύμφωνα με τον ΚΠ, δεν συστηματοποίησε τις ιδέες του, όχι γιατί δεν προλάβαινε ή δεν μπορούσε, αλλά γιατί δεν ήταν σίγουρος. Ήταν μια έρευνα σε εξέλιξη και όχι ένα κλειστό σύστημα. Εδώ ίσως οφείλονται και πολλές αμφισημίες που παρατηρούνται στο έργο του, όπως πχ για το χαρακτήρα των κρίσεων, ή την παραγωγική εργασία, που δίνουν την βάση για διάφορα ρεύματα ή αιρέσεις, που αλληλομισούνται μεταξύ τους περισσότερο από ότι με αντίπαλα αστικά ρεύματα. Θεωρεί αστεία την προσπάθεια εντοπισμού του 'αληθινού' Μαρξ. Θεωρεί ότι οι σχηματικές διχοτομίες υλιστές-ιδεαλιστές, συσκοτίζουν τα πράγματα (μια αντίστοιχη ιδέα έχει νομίζω και ο Βαζιούλιν). Ο κίνδυνος είναι ο υλισμός να κατανοηθεί σαν μηχανιστικός, που λίγο απέχει από τον ντετερμινισμό και την τελεολογία. Εδώ αναφέρει την φιλοσοφική ιδέα του ύστερου Αλτουσέρ για τον τυχαίο υλισμό (ή 'υλισμό της συνάντησης1', κάτι που θα μας απασχολήσει και παρακάτω).
Θεωρεί ότι τρεις είναι οι βασικές έννοιες του Μαρξ: αξία, αλλοτρίωση, δυνάμει όν (με την έννοια του Αριστοτέλη). Εξηγεί ότι η αλλοτρίωση στην μαρξική φιλολογία μπορεί να σημαίνει δυο πράγματα. 'Η απομάκρυνση από μια αρχική κατάσταση, ή μη ακόμα πραγματοποίηση των εγγενών δυνατοτήτων του ανθρώπινου όντος. Απορρίπτει την πρώτη, υιοθετεί την δεύτερη.
Αναλύει τρεις διαστάσεις της αλλοτρίωσης: στην εργασία, στη γλώσσα (ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες αναλύσεις ), στον συνολικό τρόπο ζωής, του νοήματος της (όπου παραθέτει μερικούς από τους πιο λεπτούς του συλλογισμούς).

Σε αυτό το κεφάλαιο αναλύει μια κρίσιμη θεωρητική του θέση. Στην ιστορία καμία υποτελής τάξη δεν γκρέμισε κάποιο τρόπο παραγωγής. Η δουλοκτησία κατέρρευσε από τις βαρβαρικές εισβολές, εξάλλου οι δούλοι δεν θέλανε να γίνουν δουλοπάροικοι αλλά ελεύθεροι αγρότες ή τεχνίτες. Και δεν ήταν οι δουλοπάροικοι αλλά η αστική τάξη, μια ήδη οικονομικά κυρίαρχη τάξη, που γκρέμισε την φεουδαρχία. Γιατί -αναρωτιέται ο ΚΠ- το προλεταριάτο να πετύχει εκεί που δεν πέτυχε άλλη καταπιεζόμενη τάξη; Εδώ φαίνεται να θίγει τα άγια των αγίων του μαρξισμού. Φυσικά 40 χρόνια πριν και ο Αλτουσέρ έθεσε ένα παρόμοιο ζήτημα. Και απάντησε ότι στην ιστορία δεν υπάρχει υποκείμενο που να την οδηγεί κάπου, αλλά μια κινητήρια δύναμη, και αυτή είναι η ταξική πάλη, το αποτέλεσμα της οποίας είναι διαφορετικό από την θέληση της μιας ή της άλλη τάξης, των κομμάτων, των διαφόρων υποκειμένων. Αυτή η θέση φαίνεται να είναι πιο κοντά σε αυτά που γράφει ο Ένγκελς για την ιστορική εξέλιξη σαν συνισταμένης των ξεχωριστών επιμέρους θελήσεων. Ο ΚΠ ισχυρίζεται ότι εκτός από το νεανικό Κομμουνιστικό Μανιφέστο, στα μεταγενέστερα έργα του ο Μαρξ εμφανίζει δυο άλλες προσεγγίσεις. Η πρώτη συνίσταται στην απόδοση στον καπιταλισμό μιας εσωτερικής δυναμικής κατάρρευσης, μια μηχανιστική και ντετερμινιστική αντίληψη που εξάλλου δεν επιβεβαιώνεται και από την ιστορία, και η δεύτερη με δυο άλλα διαφορετικά υποκείμενα. Πρώτο τον συλλογικό εργαζόμενο, νοούμενο σαν το σύνολο των εργαζόμενων σε ένα εργοστάσιο, από τον Διευθυντή μέχρι τον εργάτη, και δεύτερο την γενική διάνοια2.
Ο Μαρξ ήδη όσο ζούσε παρατηρούσε την διαστρέβλωση, ή καλλίτερα την υπεραπλούστευση, της σκέψης του από τους μαθητές του και φαίνεται να είπε το περίφημο ότι εγώ δεν είμαι μαρξιστής(!).

Ο πρωτομαρξισμός(1875-1914).

Δημιουργοί του, γράφει ο ΚΠ, οι Ένγκελς-Κάουτσκι, ιδιαίτερα ο δεύτερος ευθύνεται για την συρρίκνωσή του σε οικονομική θεωρία. Η περιφρόνηση της φιλοσοφίας συντελείται ευθέως ανάλογα με την υιοθέτηση του μαρξισμού από την εργατική τάξη, και εξηγείται από το βασικό της χαρακτηριστικό, το ότι είναι μια υποτελής τάξη.
Η ίδια η σκέψη του Μαρξ δεν μπορούσε να υιοθετηθεί από την εργατική τάξη. Έπρεπε να συστηματοποιηθεί, να απλουστευθεί, να συρρικνωθεί οικονομίστικα, να ενισχυθούν τα τελεολογικά και ντετερμινιστικά στοιχεία, δηλαδή να αποκτήσει λιγότερο επιστημονικό και περισσότερο ιδεολογικό-θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο Ένγκελς ήταν ο κατάλληλος με την τεράστια εγκυκλοπαιδική μόρφωση, το πρακτικό και πολιτικό πνεύμα. Ήταν μια ιδιοφυΐα, γράφει ο ΚΠ, και η κριτική που γίνεται σήμερα, 150 χρόνια μετά, δεν μειώνει σε τίποτα αυτά τα χαρακτηριστικά του.
Οι περισσότεροι από αυτούς που θεωρούν τον εαυτό τους μαρξιστή είναι στην πραγματικότητα ασύνειδοι ενγκελιανοί.
Στον Ένγκελς οφείλεται η απόλυτη διχοτομία υλισμού-ιδεαλισμού, μια θετικιστική ιδέα, που αντανακλούσε το κλίμα του γερμανικού Πανεπιστήμιου της εποχής, μια ντετερμινιστική αντίληψη ότι η καπιταλισμός εξελίσσεται σε σοσιαλισμό από μόνος του. Ο Ένγκελς δημοσιεύει, αφού επεξεργάζεται, τους 2ο και 3ο τόμους του Κεφαλαίου, πράγμα που δεν έκανε ο Μαρξ γιατί δεν αισθανότανε σίγουρος για το περιεχόμενό τους. Συνεχίζει με τις -κατά την γνώμη του ΚΠ-, δύο βασικές αδυναμίες: την θεώρηση ότι φύση και κοινωνία έχουν ίδιους νόμους, κοινή διαλεκτική, και την απόδοση στην ιστορία της ικανότητας μιας μεταφυσικής διεύθυνσης μεσσιανικού, και τελεολογικού τύπου.
Προσπαθεί να τις εξηγήσει ως “...την φιλοσοφική εξιδανίκευση μιας ιστορικής αδυναμίας που δεν μπορούσε να αναγνωριστεί σαν τέτοια, και ήταν υποχρεωμένη με την κατάλληλη μαρξική ψευδή συνείδηση να ενσωματώσει τα δύο κύρια μαγικά στοιχεία της παραδοσιακής κουλτούρας...”, δηλαδή την θρησκευτική πίστη για το αναπόφευκτο της τελικής νίκης, την επικράτηση του σοσιαλισμού. Μια ακραία συνέπεια αυτής της αντίληψης είναι η θεωρία του Μπερνστάιν, που τελικά ηττάται σαν 'ρεφορμισμός' .
Σε μια παρένθεση αναφέρει ότι η πρώτη αυτή θεωρητική αντιπαράθεση διεξάγεται πολιτισμένα, σε σχέση με την βίαιη και άκομψη κριτική των Μαρξ, Ένγκελς, και Λένιν στους αντιπάλους τους, ή ακόμα χειρότερα στην σταλινική πρακτική της εξόντωσης όσων είχανε διαφορετική γνώμη3.

Και ερχόμαστε στο κρίσιμο ζήτημα του Λένιν. Ο ΚΠ αναφέρει ότι η ιδιοφυΐα του συνίσταται στο ότι συνειδητοποιεί βασικές ανεπάρκειες του πρωτομαρξισμού, και προχωρά σε 2 κρίσιμες αναθεωρήσεις, του υποκειμένου και του χώρου. Η εργατική τάξη γενικά δεν είναι ικανή να ηγεμονεύσει και να κυριαρχήσει, έτσι μεταθέτει αυτό το ρόλο στο κόμμα της, σε μια λεπτή μερίδα αντιπροσώπων. Ακόμα παραπέρα, στηριγμένος στην ανάλυση του τότε καπιταλισμού μεταθέτει το χώρο, το θέατρο της πολιτικής πάλης, στην περιφέρεια του καπιταλισμού (Γκράμσι: επανάσταση ενάντια στο Κεφάλαιο!). Αυτές οι καινοτομίες συνεπάγονται και άλλες αλλαγές, όπως την ανάγκη συμμαχιών στη θέση της μονοταξικότητας, την επεξεργασία ενεργητικής πολιτικής, που φτάνει στα όρια του βολονταρισμού, στην θέση της παθητικότητας, την ταύτιση ιδεολογίας και φιλοσοφίας (πράγμα αρνητικό γιατί η ιδεολογία είναι ο χώρος της αυθόρμητης ή και οργανωμένης ψευδούς συνείδησης), την προώθηση σε πρώτο πλάνο του εθνικού ζητήματος (εντελώς υποτιμημένο πριν), ζήτημα για το οποίο ο ΚΠ έχει πολύ θετική εκτίμηση για την λενινιστική συμβολή, σε αντίθεση με τις σχεδόν φιλοιμπεριαλιστικές απόψεις των πριν τον Λένιν και κάποιων σύγχρονων κεντροαριστερών.
Γενικά ο λεγόμενος μαρξισμός-λενινισμός είναι στην ουσία λενινισμός, μια καινούργια θεωρία, πρωτοπόρα στην εποχή της προσπάθεια να ξεπεράσει τις ανεπάρκειες του πρωτομαρξισμού (που εν παρόδω, αντανακλούσαν την κατάσταση της εργατικής τάξης του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και δεν ήταν 'προδοσία' των ηγετών), λενινισμός που όμως είναι εντελώς ανεπαρκής για την ανάλυση και αντιμετώπιση του σύγχρονου καπιταλισμού.


Ο μεσομαρξισμός (1914-1956).

Ξεκινά με την δήλωση ότι η εμπειρία του 'ιστορικού κομμουνισμού', όπως ονομάζει τον 'υπαρκτό', δεν έχει καμία σχέση με την πρωτότυπη θεωρία του Μαρξ, και δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν εφαρμογή της. Έτσι φυσικά νομίζει ότι ξεμπερδεύει εύκολα με την αφόρητη πίεση από αντιπάλους αλλά και φίλους, για τις φανερές, -πραγματικές ή υποθετικές- αδυναμίες αυτού που υπήρξε. Ο κομμουνισμός δεν οικοδομείται, αλλά προκύπτει από μια εσωτερική δυναμική του αναπτυγμένου καπιταλισμού4. Έτσι εξηγεί και ορισμένα αυταρχικά χαρακτηριστικά: “σε ένα στρογγυλό τραπέζι συζητάμε, σε ένα εργοτάξιο εκτελούμε οδηγίες των μηχανικών παραγωγής”, γράφει ο ΚΠ.

Διατυπώνει την άποψη ότι ο εξισωτισμός είναι άδικος και αναποτελεσματικός, μια κριτική που έχει γίνει από παλιά ήδη στον πλατωνικό κομμουνισμό. Εδώ φυσικά υπάρχει μια σύγχυση, που οφείλεται εν μέρει στην αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός είναι κομμουνισμός έστω η κατώτερη φάση του.
Μια παρένθεση: έχει αναπτυχθεί μια μεγάλη συζήτηση για τη σχέση σοσιαλισμού και κομμουνισμού. Άλλοι σχεδόν τους ταυτίζουν, άλλοι τους θεωρούν περίπου διαφορετικά συστήματα. Ο Ρούσης ισχυρίζεται ότι ο σοσιαλισμός σχεδόν δεν χρειάζεται σήμερα, έχει ωριμάσει ο κομμουνισμός. Η σχολή της Λογικής της ιστορίας έχει εισάγει την έννοια του πρώιμου σοσιαλισμού (αν και ο σοσιαλισμός θεωρείται πρώιμος κομμουνισμός). Και όλοι μαζί ισχυρίζονται5 ότι ο κομμουνισμός θα προκύψει από παρθενογένεση, ότι θα εμφανιστεί μόνο αφού η εργατική τάξη πάρει την εξουσία, και ότι δεν παρατηρούνται κομμουνιστικές μορφές ήδη στα πλαίσια του καπιταλισμού (σε αντίθεση μάλιστα με τον Μαρξ που έψαχνε τέτοιες μορφές στα πλαίσια του καπιταλισμού ήδη από την εποχή του). Είναι μια μεγάλη συζήτηση που φυσικά δεν μπορεί να συνοψιστεί στα πλαίσια αυτής της παρουσίασης.

Η ιδεοτυπική αντιμετώπιση της εργατικής τάξης από τον Λούκατς (χαρακτηριστική των σεκταριστικών ομάδων και σήμερα, που φαντασιώνονται μια ιδανική εργατική τάξη, τελείως διαφορετική από την πραγματική) είναι υπεκφυγή από το προφανές πραγματικό γεγονός ότι η εργατική τάξη ήταν ανίκανη για αυτόνομη επαναστατική δράση. Σε αντίθεση με τον Γκράμσι που επεδίωκε μια πραγματική (πολιτική και πολιτιστική) ηγεμονία, ή με άλλα λόγια, θεωρούσε ηγεμονία το να γίνει η εργατική ιδεολογία και αξίες κοινός νους.

Ο Στάλιν, γράφει ο ΚΠ, οικοδομεί τον μόνο δυνατό σοσιαλισμό στις τότε συνθήκες και με την κληρονομηθείσα ανεπαρκή θεωρία. Ο ΚΠ διατυπώνει την ιδέα ότι τότε παρατηρείται η μεγαλύτερη παρουσιασθείσα στην ιστορία μαζική κοινωνική εξέλιξη (ένας τρόπος να πει ότι η εργατική τάξη, τουλάχιστον μια μερίδα της, ήταν κυρίαρχη). Αυτό υπηρετούσε και η μέθοδος της μόνιμης σφαγής. Κριτήριο της κοινωνικής εξέλιξης ήταν ο όρκος πίστης, όχι φυσικά η επιχειρηματικότητα (όπως στον καπιταλισμό), ούτε η πολιτιστική αξιοσύνη. Ή να το πούμε πιο θεωρητικά, η κυρίαρχη τάξη συγκροτούνταν με πολιτικά και όχι οικονομικά, ή άλλα, μέσα.

Σε γενικές γραμμές ο ΚΠ θεωρεί τις κοινωνίες του “ιστορικού κομμουνισμού” σαν τεχνολογικά προωθημένη επανέκδοση του ασιατικού τρόπου παραγωγής.

Ο ύστερο-μαρξισμός (1956-1991).

Ή η εποχή της διάλυσης, παρά τις διάφορες προσπάθειες διάσωσης ('δεξιές', 'αριστερές', από τον Ντούμπτσεκ μέχρι τον Μάο κτλ) . Αιτία θεωρεί τον χαρακτήρα του φορέα, δηλαδή της εργατικής τάξης, σαν τάξης υποτελούς και μη ικανής να ηγεμονεύσει μια μετάβαση από ένα τρόπο παραγωγής σε άλλο. Και αυτό όχι λόγω της απαλλοτρίωσης της από την γραφειοκρατία, ή οποία είναι εντελώς απαραίτητη σε μια τάξη με αυτά τα χαρακτηριστικά. Απλά η ανάθεση δημιουργεί διαφοροποίηση γνώσεων και εξουσίας, με τάση την μετατροπή της ασταθούς κατοχής σε σταθερή ιδιοκτησία. Κατά την γνώμη μας υπάρχει ένα βαθύτερο ζήτημα ωριμότητας και προϋποθέσεων του κομμουνισμού που φυσικά δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ.
Ο ΚΠ ξεχωρίζει για σχολιασμό δύο φιλοσόφους, τον Λούκατς και τον Αλτουσέρ, και έναν ηγέτη-πολιτικό, τον Μάο.
Ειδικά για τον Αλτουσέρ αναφέρει ότι, πλήττει σοβαρές ανεπάρκειες της θεωρίας -αν και με θετικιστικό τρόπο-, όπως ο ιστορικισμός, ο οικονομισμός, ο ουτοπισμός. Προσπαθεί να απελευθερώσει τον μαρξισμό από μια τριπλή, μεταφυσική: της Αρχής, του Υποκειμένου, του Σκοπού.
Αμφισβητεί το μαρξισμό του Μάο, ιδιαίτερα τον θεωρητικό, παραθέτοντας μια σειρά στοιχεία για τις γνώσεις του αλλά και την κοινωνική βάση της κινέζικης επανάστασης. Δεν τον κατηγορεί ιδιαίτερα για αυτό αφού βασικές μαρξικές αντιλήψεις φαίνεται πια ότι δεν επαληθεύονται: ο καπιταλισμός δεν είναι και τόσο ανίκανος να αναπτύξει τις παραγωγικές δυνάμεις. Ο υλισμός δεν είναι κατάλληλος αποκλειστικά για την επανάσταση και ο ιδεαλισμός αποκλειστικά για την αντεπανάσταση. Δεν παρατηρείται μια συνεχής πόλωση μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης. Δεν επαληθεύονται τα επαναστατικά χαρακτηριστικά της εργατικής τάξης. Δεν είναι δυνατόν να οικοδομηθεί σοσιαλισμός δια αντιπροσώπων, οι οποίοι τείνουν να αυτονομηθούν, κτλ. Έτσι ο ΚΠ θεωρεί ότι η υπεραπλούστευση της θεωρίας από τον Μάο, είναι μια προσπάθεια να παραβλέψει τις αντιφάσεις, χωρίς όμως και να μπορεί να τις λύσει.
Αναφέρει το αυτονόητο για τα διάφορα θεωρητικά ρεύματα: οι διάφοροι δήθεν 'ρεβιζιονισμοί' δεν αντανακλούν παρά τις ιστορικές διαφοροποιήσεις της εργατικής τάξης, ή καλλίτερα διαφόρων μερίδων της (το βολικό μεταφυσικό σχήμα 'ένα το κόμμα', 'μια η τάξη', και ότι όλες οι άλλες τάσεις είναι 'μικροαστικές' ή και αστικές-διανοουμενίστικες είναι αστειότητες).
Περιγράφει δυο παράλληλα κοινωνικά προτσές: διάλυση και ατομικοποίηση της εργατικής τάξης, ενσωμάτωση και εξαγορά των διανοουμένων, προτσές που στερούν από τα παραδοσιακά ΚΚ την μαζική κοινωνική τους βάση.
Και με μια μικρή ανάλυση της περεστρόικα, τελειώνει η περιγραφή του τέλους αυτού που ονομάζει ιστορικό κομμουνισμό του 20ου αιώνα.

Επίλογος.

Το βιβλίο έχει ένα ακόμα, τελικό κεφάλαιο, για την μετα- εποχή. Εδώ σύντομα παραθέτει κάποιους συλλογισμούς ή και ερωτήματα για το μέλλον. Δεν θα τα παραθέσουμε , αφήνοντας τον αναγνώστη να τα συναντήσει διαβάζοντας το ίδιο το βιβλίο.
Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί, παρά τις όποιες υπερβολές, ή και απολυτότητες ίσως του συγγραφέα. Δεν ξέρω αν ο ΚΠ θα το έλεγε έτσι αλλά η ουσία του είναι ότι για να παραμείνουμε μαρξιστές πρέπει να αλλάξουμε εντελώς τον μαρξισμό, τουλάχιστον όπως τον ξέρουμε μέχρι σήμερα.








Δεν υπάρχουν σχόλια :