3/11/08

ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΝΕΟ ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τευχος 20)

Η συζήτηση που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια στα πλαίσια των μαρξιστών, όπως και αν καταλαβαίνει κανείς τον όρο μαρξιστής, αρχίζει να αποδίδει κάποια πρώτα αποτελέσματα. Με την έννοια ότι αποσαφηνίζονται μερικά κρίσιμα ζητήματα, που αρχίζουν να αποτελούν το νέο επιστημονικό κεκτημένο, αλλά και να πρωτοδιατυπώνονται σκέψεις που αν και δεν πλειοψηφούν ακόμα, συνιστούν ένα πραγματικό προχώρημα του μαρξισμού, προς την κατεύθυνση της δημιουργικής του ανάπτυξης κάτω από την πολύτιμη πείρα των (ηττημένων) επαναστάσεων του 20ου αιώνα.

Α) το νέο επιστημονικό κεκτημένο.

Όλο και περισσότεροι μαρξιστές συμφωνούν στην ιδέα ότι καθ’ αναλογία της τυπικής και ουσιαστικής (με την μεγάλη βιομηχανία) υπαγωγής της εργασίας στον καπιταλισμό, ίδια φαινόμενα παρουσιάστηκαν, και το πιο πιθανό θα ξαναπαρουσιαστούν, και στην μεταβατική περίοδο προς τον κομμουνισμό.
Οι κοινωνίες του πρώιμου σοσιαλισμού, είχαν βασικά το χαρακτήρα τυπικής υπαγωγής στις νέες παραγωγικές σχέσεις. Η κρατικοποίηση δεν ήταν ουσιαστική αλλά τυπική κοινωνικοποίηση, λόγω των περιορισμών των παραγωγικών δυνάμεων. Έτσι είχαμε τα γνωστά φαινόμενα της ύπαρξης ξεχωριστών αυτοτελών επιχειρήσεων, εκτεταμένης αγοράς, της λειτουργίας του νόμου της αξίας, καπιταλιστικών μεθόδων διεύθυνσης των επιχειρήσεων με εξωτερική πειθαρχία κτλ. Σαν αποτέλεσμα είχαμε αντίθεση μεταξύ ατομικών, ομαδικών και κοινωνικών συμφερόντων, και σε τελευταία ανάλυση την εργασία να μην αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά να προσφέρεται χάριν του μισθού, σε συνθήκες κύρια μηχανικής παραγωγής (με σημαντικά υπολείμματα χειρωνακτικής εργασίας).
Θέλουμε να προσθέσουμε εδώ, ότι κατ’ επέκταση της τυπικής κοινωνικοποίησης, είχαμε και τυπική εξουσία της εργατικής τάξης. Εξουσία όχι άμεση και πλειοψηφική αλλά με (μερική) αντιπροσώπευση, μέσω του κόμματος, το οποίο σε κάποιο σημείο έχασε την πλειοψηφία και την νομιμοποίηση του αντλούσε από τα σημαντικά επιτεύγματα του νέου καθεστώτος. Όταν αυτά άρχισαν να περιορίζονται, κύρια λόγω της ήττας στην άμιλλα στις νέες τεχνολογίες, άρχισε η υποβόσκουσα δυσαρέσκεια να μετατρέπεται σε αντιπολίτευση, και όταν η περεστρόικα προχώρησε σε εκδημοκρατισμό, η σχηματισμένη ήδη λαϊκή πλειοψηφία υπέρ του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, οδήγησε και σε πολιτικές ανατροπές.
Τέλος τυπική ήταν και η ιδεολογική κυριαρχία. Όπως αποδείχτηκε ουσιαστικά κυρίαρχη παρέμεινε η αστική ιδεολογία, και η τεχνητή καταπίεση της οδηγούσε πολλές φορές σε μια διπλή ηθική, και σε ανελευθερία έκφρασης γνώμης.
Ένας τέτοιος πρώιμος σοσιαλισμός δύσκολα μπορούσε να διατηρηθεί, αλλά και όσο διατηρούνταν, παρά τις αρχικές τεράστιες κατακτήσεις και προόδους, αποτελούσε ανασχετικό παράγοντα ριζοσπαστικοποίησης των μαζών στον καπιταλισμό.
Αντίθετα με κάποιες απόψεις, οι επαναστάσεις αυτές δεν μπορούσαν για αντικειμενικούς λόγους να πάρουν ριζικά διαφορετικά δρόμο. Το μέλλον τους είχε προδιαγραφεί από το γεγονός ότι ξεκίνησαν σε χώρες με μεγάλη καθυστέρηση, χωρίς να γίνει κατορθωτό να ακολουθήσουν οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Από αυτό απορρέει και το ότι νικηφόροι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί μπορούν να αρχίσουν στην καρδιά του καπιταλισμού και όχι στην περιφέρεια, όπως ακόμα κάποιοι υποστηρίζουν.


Β) νέες σκέψεις, ακόμα όχι πλειοψηφικές.

Σαν τέτοιες ξεχωρίζουμε δύο. Την αντίληψη ότι βρισκόμαστε σε ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, και την ιδέα ότι η μηχανική παραγωγή δεν είναι η υλική βάση του κομμουνισμού, όπως αναφέρεται στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Από την σχετική συζήτηση και τις ανάλογες απαντήσεις, προκύπτουν μια σειρά θεωρητικά, αλλά και πολιτικά συμπεράσματα.



Β1) νέο στάδιο του καπιταλισμού.


Ανεξάρτητα τον όρο που χρησιμοποιούν διάφοροι ερευνητές[1], σε πολλά σημεία υπάρχει συμφωνία για τα χαρακτηριστικά του νέου σταδίου, που αφοράνε στις νέες παραγωγικές δυνάμεις με τις νέες τεχνολογίες, στις αλλαγές στην εργασία με τον μεταφορντισμό, την ευελιξία, αναδιαρθρώσεις στην εργατική τάξη, κτλ, την εντυπωσιακή διεθνοποίηση και την αλλαγή σχέσης διεθνικού και εθνικού, με την επέκταση των υπερεθνικών εταιρειών, τις ολοκληρώσεις, τον νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας, και την κλαδική αναδιάρθρωση με γρήγορη ανάπτυξη της βιομηχανίας πολιτισμού και υπηρεσιών, και κάποια γεωγραφική ανακατανομή της υλικής παραγωγής σε αναπτυσσόμενες χώρες, και σε υπερεθνική βάση. Παράλληλα αλλάζει σε αντίστοιχη κατεύθυνση και το πολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα.
Δυστυχώς πολλοί μαρξιστές ενώ καταλαβαίνουν ότι κάτι αλλάζει, επιμένουν ότι ακόμα βρισκόμαστε στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, και προσπαθώντας να απαντήσουν στις αστικές ερμηνείες της ‘παγκοσμιοποίησης’ υποβαθμίζουν και την σημασία των νέων φαινόμενων, στο ψευδοδίλλημα ιμπεριαλισμός ή παγκοσμιοποίηση, απαντάνε ‘ιμπεριαλισμός’.
Φυσικά υπάρχουν και λίγοι ερευνητές που φτάνουν να αρνούνται τις ίδιες τις αλλαγές, νομίζοντας ότι έτσι υπερασπίζουν την μαρξική ορθοδοξία[2].

Πρέπει εδώ να πούμε ότι κατά την γνώμη μας οι διαδοχές των σταδίων συνοδεύονται με αλλαγές στον πυρήνα και των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων, όπως πχ η ιδιοκτησία. Η ατομική καπιταλιστική ιδιοκτησία του πρώτου σταδίου, δίνει την θέση της στην μετοχική ιδιοκτησία του δεύτερου σταδίου, συμπληρώνεται με εκτεταμένη κρατικοκαπιταλιστική ιδιοκτησία στην δεύτερη φάση του δεύτερου σταδίου, ενώ σήμερα κυριαρχεί η υπερεθνική ιδιοκτησία.
Αντίστοιχα εξέλιξη υπάρχει και στην ‘κατοχή’[3], τον έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας. Τον έλεγχο τον έχει ο καπιταλιστής, άρα κατ αρχήν ολόκληρο το υπερπροϊόν του ανήκει. Όμως προς το τέλος του δεύτερου σταδίου, σαν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, έχουμε φαινόμενα ότι κομμάτια της εργατικής τάξης, κρατάνε και μέρος του υπερπροϊόντος, αποκτάνε κάποια περιουσία. Πέρα από τις γνωστές εξηγήσεις για την ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση τρίτων χωρών και την οργάνωση και μαχητικότητα της εργατικής τάξης, υπάρχει και μια τρίτη: είναι η απόκτηση μερικού, έστω πολύ περιορισμένου, συλλογικού ελέγχου στην παραγωγική διαδικασία, μερικής κατοχής (εργατικός έλεγχος, συμμετοχή στην διοίκηση μεγάλων επιχειρήσεων). Στο σημερινό, υπερεθνικό στάδιο, ενώ δεν έχουμε σχεδόν πουθενά συλλογική μερική κατοχή, έχουμε φαινόμενα μερικής ατομικής κατοχής, με τις μορφές του μεταφορντισμού, όπου ο εργαζόμενος αποκτά ένα μερικό έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας, που συνοδεύεται με συστήματα στοχοθεσίας, και αντίστοιχα συστήματα αμοιβής, με αποτέλεσμα να επιστρέφεται ένα μέρος του υπερπροϊόντος (μπόνους). Φυσικά η κατοχή βασικά παραμένει στο κεφάλαιο, απλά φαίνεται ότι οι νέες παραγωγικές δυνάμεις (νέες τεχνολογίες), δεν μπορούν πια να λειτουργήσουν καλά με τον απόλυτο-ασφυκτικό έλεγχο του κεφαλαίου, ωριμάζει η ανάγκη του κομμουνισμού.
Τα παραπάνω δικαιολογούν την περιοδολόγηση ενός σχηματισμού και στο επίπεδο του τρόπου παραγωγής και όχι μόνο στο επίπεδο του κοινωνικού σχηματισμού, όπως ισχυρίζεται ένας ορισμένος μαρξισμός (Αλτουσεριανής προέλευσης).

Το ίδιο ισχύει και με τις εξαγωγές κεφαλαίου. Στο πρώτο στάδιο κυριαρχεί η εξαγωγή εμπορευματικού κεφαλαίου, στο δεύτερο χρηματικού (κύρια με την μορφή δανείων), και στο σημερινό τρίτο η εξαγωγή παραγωγικού κεφαλαίου.
Αυτές οι αλλαγές λύνουν μερικά, στα πλαίσια του καπιταλισμού, αντιθέσεις, που δεν μπορούν ακόμα να λυθούν σε επαναστατική κατεύθυνση. Οι μετοχικές εταιρείες είναι η απάντηση (πριν τον σοσιαλισμό) στην αντίφαση ατομικής ιδιοκτησίας και κοινωνικής παραγωγής[4]. Οι υπερεθνικές είναι η απάντηση (πριν τον κομμουνισμό) στην αντίφαση της ανάγκης παραγωγικής ενοποίησης της ανθρωπότητας και των εθνικών συνόρων.

Το σημαντικότερο είναι να διακριβώσουμε την διαλεκτική της αλλαγής των σταδίων. Ποια είναι κατά την γνώμη μας:
Σε κάθε αλλαγή σταδίου παρατηρούμε την εξής επαναλαμβανόμενη διαδικασία: με την ωρίμανση του σταδίου οξύνονται οι αντιθέσεις, ανεβαίνει η ταξική πάλη, ωριμάζει η ιδέα επαναστατικής ανατροπής. Αν όμως υπάρχει αδυναμία επαναστατικής διεξόδου, βασικά λόγω ανεπαρκούς ωριμότητας των προϋποθέσεων, οδηγούμαστε σε ένα νέο στάδιο, στο οποίο λύνεται μερικά η βασική αντίθεση του προηγούμενου σταδίου, λύνεται όχι ριζικά, αλλά στα πλαίσια του προηγούμενου τρόπου παραγωγής. Έχουμε μια νέα αποκατάσταση της ισορροπίας παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων, αλλά σε νέο ανώτερο επίπεδο, με σημαντικές διαφοροποιήσεις. Παράλληλα χειροτερεύει ο συσχετισμός δυνάμεων, ο καπιταλισμός ανακουφίζεται από την άμεση πίεση, αλλά αργότερα δημιουργούνται νέες αντιθέσεις, σε ανώτερο επίπεδο, που φέρνουν πιο κοντά την ριζική ανατροπή του. Πρόκειται για μια σπειροειδή εξέλιξη.
Όσον αφορά τον καπιταλισμό:
Στο πρώτο, ανταγωνιστικό στάδιο, σταθμός είναι η Παρισινή Κομμούνα. Πρόκειται για τελείως πρώιμη προσπάθεια σε τελείως ανώριμες συνθήκες. Ωριμάζει η ιδέα ανατροπής τέλη του 19ου αιώνα (που φαίνεται και με την μεγάλη εκλογική δύναμη της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας).
Με το πέρασμα στο δεύτερο στάδιο, έχουμε μια δεύτερη προσπάθεια που ξεκινά από περιφερειακές χώρες (και στις οποίες τελικά καταρρέει), με την Οκτωβριανή επανάσταση, που εγκαθιδρύει ένα σύστημα πρώιμου σοσιαλισμού. Παράλληλα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες εμφανίζονται φαινόμενα αποσύνθεσης του καπιταλισμού, και δημιουργίας στοιχείων του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής. Προς το τέλος του σταδίου αλλαγές ωριμάζουν σε μερικές αναπτυγμένες χώρες (Γαλλία, Ιταλία), έχουμε μαζική επιρροή των κομμουνιστικών κομμάτων. Πάλι όμως οι συνθήκες δεν είναι εντελώς ώριμες, όπως φαίνεται από τις εξελίξεις.
Στο σημερινό στάδιο έχουμε την προσωρινή υποχώρηση του συσχετισμού δυνάμεων, που συνοδεύεται όμως από κάποια περιφερειακά εγχειρήματα στην Λατινική Αμερική. Εγχειρήματα τα οποία όμως, όπως έδειξε η ιστορία του πρώιμου σοσιαλισμού, δεν μπορούν να πάνε μακριά, χωρίς ανατροπές στις αναπτυγμένες χώρες. Φυσικά παίζουν το ρόλο τους και μπορεί να διευκολύνουν διεργασίες και αλλού. Στο σημερινό στάδιο επανέρχεται η επικαιρότητα του σοσιαλισμού σαν τεχνικής αναγκαιότητας[5], και σαν απαραίτητης προϋπόθεσης για την πλήρη αυτοματοποίηση της παραγωγής[6], που θα απελευθερώσει την εργασία. Το μαρτυρούν τα στοιχεία μεταφορντισμού, η μεγάλη ανεργία, η δυνατότητα αυτοματοποίησης της παραγωγής, ο άκρατος σπάταλος καταναλωτισμός κάποιων στρωμάτων αντί του δραστικού περιορισμού του εργάσιμου χρόνου. Όμως βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή του σταδίου και ο συσχετισμός είναι ακόμα δυσμενής, σε συνδυασμό και με την αρνητική επίδραση που έχει και η κατάρρευση του πρώιμου σοσιαλισμού.



Β2) για την υλική βάση του κομμουνισμού.

Η μηχανική παραγωγή δεν μπορεί να είναι η υλική βάση του κομμουνισμού. Η μηχανική παραγωγή έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα στους εργαζόμενους, όπως δείχνουν και οι μαρξικές αναλύσεις στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Αποξένωση, μονοτονία, στενή εξειδίκευση, αυστηρή πειθαρχία, φορντισμός, με όλα τα επακόλουθα. Από την άλλη απαιτεί εργάσιμη μέρα μεγάλης διάρκειας.
Ο Μαρξ δεν μπορούσε φυσικά να προβλέψει τις νέες τεχνολογίες και νόμιζε ότι η μηχανική παραγωγή είναι επαρκής βάση για τον κομμουνισμό. Νομίζω ότι δεν έχει νόημα το να προσπαθούμε να βγάλουμε από τα μαρξικά κείμενα κάτι περισσότερο.
Μια σειρά μελετητές[7] έδειξαν ότι υλική βάση του κομμουνισμού είναι η αυτοματοποιημένη παραγωγή, και μάλιστα η παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα.
Βέβαια είναι δύσκολο , ή και ανώφελο να προσδιορίσουμε λεπτομέρειες για τον παραγωγικό μηχανισμό του μέλλοντος, αλλά από τώρα μπορούμε να πούμε ότι σε αυτοματοποίηση υπόκεινται το μεγαλύτερο μέρος της υλικής παραγωγής και κάποιες από τις υπηρεσίες. Πιθανότατα θα παραμείνει ένα μικρό μέρος μηχανικής και χειρωνακτικής παραγωγής στην υλική παραγωγή. Όσο για τις υπηρεσίες που δεν υπόκεινται σε αυτοματοποίηση, πιθανά να διεκπεραιώνονται από τους καταναλωτές τους. Η εργασία που θα παραμείνει, στο μεγαλύτερο μέρος θα είναι δημιουργική και ενδιαφέρουσα, αν και σε ένα μικρό μέρος της θα έχει κάποια από τα σημερινά χαρακτηριστικά καταναγκασμού, απαλλαγμένη φυσικά από την εκμετάλλευση.


Γ) για την ωριμότητα της πολιτικής και κοινωνικής επανάστασης.

Μετά από όλα αυτά ποια είναι η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου;
Η αντίληψη του κλασσικού μαρξισμού ήταν περίπου η εξής: ο κομμουνισμός είναι υπόθεση του μέλλοντος, εξαρτάται από μια –σχετικά απροσδιόριστη-αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων ώστε να είναι δυνατή η παραγωγή αφθονίας αγαθών (κάπως ουτοπική αντιμετώπιση, γιατί η αφθονία είναι σχετική μιας και οι ανάγκες αυξάνουν πιο γρήγορα). Ο σοσιαλισμός θεωρούνταν όμως ώριμος, ήταν ήδη ώριμος από το πρώτο στάδιο του καπιταλισμού[8]. Παραβλέπονται προϋποθέσεις όπως οι τεχνικές σχέσεις παραγωγής, το μορφωτικό, πολιτικό, και πολιτιστικό επίπεδο την εργατικής τάξης κτλ. Και πολύ περισσότερο θεωρούνταν υπερώριμος στο επόμενο, δεύτερο στάδιο, ιδιαίτερα που κατανοούνταν σαν απλή αφαίρεση της εξουσίας και της ιδιοκτησίας, συν σχεδιασμός. Είναι γνωστά τα σχήματα σοσιαλισμός ίσον σοβιετική εξουσία συν εξηλεκτρισμός, ή ότι η μαγείρισσα μπορεί να διοικήσει το κράτος. Έτσι όμως το πολύ να επιτευχθεί ένας τύπος σοσιαλισμού που λίγο διαφέρει από τον κρατικό καπιταλισμό. Αργότερα υιοθετείται η θεωρία της οικοδόμησης σε μια χώρα, και μάλιστα καθυστερημένη (αυτό είναι αλήθεια έγινε αναγκαστικά, όταν η αναπτυγμένη Δύση δεν ακολούθησε). Στην πραγματικότητα αυτό ήταν η θεωρία και πρακτική του πρώιμου σοσιαλισμού, δηλαδή του σοσιαλισμού σε συνθήκες σχετικής ανωριμότητας για την οικοδόμηση του. Η κατάρρευση βέβαια σάρωσε όλες αυτές τις αυταπάτες.
Τι σήμαινε η ήττα στην οικονομική άμιλλα με τον καπιταλισμό; Ότι οι παραγωγικές δυνάμεις ακόμα αναπτύσσονται καλλίτερα με εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, ότι οι παλιές ακόμα δεν φάγανε τα ψωμιά τους. Ότι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός, παρά τις κρίσεις και την αναρχία, είναι ακόμα μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη από την σχεδιοποίηση, ότι η πειθαρχία της πείνας και της ανεργίας (καπιταλισμός) είναι ακόμα δυστυχώς, μεγαλύτερη παραγωγική δύναμη από το αίσθημα νοικοκύρη της κυρίαρχης (τυπικά ακόμα) εργατικής τάξης.

Από την άλλη, η ωριμότητα της σύνθετης κοινωνικής επανάστασης κατανοούνταν σαν απλή ωριμότητα της πολιτικής επανάστασης, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες κομμουνιστικής οικοδόμησης. Εξ ου και η θεωρία του αδύνατου κρίκου σε μη αναπτυγμένες χώρες, θεωρία που παρασιτεί και σήμερα, μαζί με τις θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό.

Φυσικά θεωρητικά, οι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί μπορούν να αρχίσουν επί παραγωγικών δυνάμεων μηχανικής παραγωγής, σε συνθήκες σχετικής ανωριμότητας του κομμουνισμού. Όμως πρέπει να αρχίσουν από τις πιο αναπτυγμένες χώρες, συνυπολογίζοντας και κάποιες καταστροφές και καθυστερήσεις που επιφέρει πάντα η μεταβατική περίοδος σαν αποτέλεσμα της αντίστασης της αστικής τάξης και της προσωρινής απειρίας της εργατικής όσον αφορά την διοίκηση. Και πρέπει να κυριαρχεί η σκέψη ότι αργά ή γρήγορα πρέπει να περάσουμε στον κομμουνισμό, μιας και ο σοσιαλισμός είναι μεταβατικό σύστημα[9].

Αντί ο κλασσικός μαρξισμός να διερευνήσει τα θεωρητικά προβλήματα που αναφέραμε, περιορίζονταν σε διαμάχες σχετικά με το ζήτημα της σχέσης ή προτεραιότητας σχεδίου και αγοράς, και του ρόλου του νόμου της αξίας και των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων[10]. Κατά την γνώμη μας ο νόμος της αξίας δεν μπορεί να καταργηθεί πριν την μετατροπή της εργασίας σε ζωτική ανάγκη, εργασίας που γίνεται όχι χάριν του μισθού αλλά χάριν της ίδιας της εργασίας, για τον απλό λόγο, ότι μόνο τότε οι άνθρωποι θα είναι διατεθειμένοι να ανταλλάσσουν όχι ισοδύναμα. Ακόμα και τότε όμως θα πρέπει να βρεθεί κάποιος μηχανισμός που να εμποδίζει την σπατάλη πόρων, οι οποίοι προφανώς, σε καμία ιστορική περίοδο δεν είναι απεριόριστοι.
Από την άλλη το γνωστό σχήμα των ήδη υπερώριμων αντικειμενικών συνθηκών και της παράλληλης καθυστέρησης του υποκειμενικού παράγοντα μας φαίνεται κάπως μεταφυσικό. Γιατί να καθυστερεί ο υποκειμενικός παράγοντας όταν έχουν υπερωριμάσει κάποιοι, απροσδιόριστοι έτσι ή αλλιώς, αντικειμενικού παράγοντες; Για ποιόν λόγο δεν …κατανοεί την ιστορική αποστολή του;
Σε γενικές γραμμές θεωρούμε τις διάφορες εξηγήσεις με τις θεωρίες καταστολής ή ιδεολογικού αποπροσανατολισμού σαν μη επαρκείς. Όχι ότι δεν παίζουν κανένα ρόλο. Αυτά υπάρχουν και φυσικά στην ταξική πάλη κάθε τάξη χρησιμοποιεί όλα τα όπλα της. Αλλά χρειάζεται μια βαθύτερη εξήγηση, που έχει σχέση με τον βαθμό ωριμότητας της αντικατάστασης του καπιταλισμού, ωριμότητα που σχετίζεται με την ενότητα αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων, και που κατά την γνώμη μας συνδέεται με τον μαρξικό πρόλογο στην κριτική της πολιτικής οικονομίας:
«ένας κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της ύπαρξης τους μέσα στους κόλπους της ίδιας παλιάς κοινωνίας. Γι’ αυτό η ανθρωπότητα βάζει πάντα μπροστά της μόνο τα καθήκοντα εκείνα που μπορεί να λύσει… το ίδιο το καθήκον ξεπηδάει μόνο τότε που οι υλικοί όροι για την λύση του υπάρχουν κιόλας, ή τουλάχιστον βρίσκονται στην πορεία του γίγνεσθαι» [11].
Δεν είναι τυχαίο ότι ο κλασσικός μαρξισμός αδυνατούσε να εντάξει τις παραπάνω μεγαλοφυείς σκέψεις στην θεωρία και πρακτική του, ορισμένα δε βολονταριστικά ρεύματα, τις θεωρούσαν σαν βάση του οικονομισμού και του ρεφορμισμού[12].




Συμπέρασμα.

Εν κατακλείδι οι σκέψεις που προτείνουμε για συζήτηση είναι: τον 21ο αιώνα επανέρχεται η επικαιρότητα του σοσιαλισμού, όχι όμως άμεσα, στην αρχή του σταδίου, αλλά στην ωριμότητα του. Το πότε ακριβώς, θα φανεί κυρίως εκ του αποτελέσματος, εκ των υστέρων, όταν η ταξική πολιτική πάλη θα στεφθεί με επιτυχία. Κύριο σημάδι θα είναι το μαζικό πέρασμα της εργατικής τάξης στην Αριστερά. Εμείς δεν συμφωνούμε να αποδίδεται η καθυστέρηση της επανάστασης κυρίως στην έτσι ή αλλιώτικη στρατηγική και πολιτική των κομμάτων της Αριστεράς.[13] Αντίστροφα πιστεύουμε, ότι και η Αριστερά, η ποιότητα της, ή επάρκεια της, θεωρητική και πολιτική, είναι σε γενικές γραμμές δείκτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης, και γενικότερα της κοινωνικής επανάστασης.
Για να μην παρεξηγηθούμε από τους καλοθελητές: Αυτές οι σκέψεις με κανένα τρόπο δεν σημαίνουν παθητική αναμονή στο ακαθόριστο μέλλον της στιγμής της ωριμότητας. Ούτε σημαίνει ότι είναι αδιάφορο με τι θεωρητικά εφόδια, με τι στρατηγική και τακτική διεξάγεται η ταξική πολιτική πάλη. Απλά υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η ενεργητική και επίμονη θεωρητική, πολιτική, και οικονομική πάλη που πρέπει να διεξάγεται συνέχεια, θα έχει τελικά νικηφόρο αποτέλεσμα την στιγμή που θα ωριμάσουν οι αναγκαίες συνθήκες.




ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.

Βαζιούλιν: η λογική της ιστορίας, εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ, αντιθέσεις και αντιστάσεις, (συλλογικό), εκδόσεις ΚΨΜ
Λιοδάκης στο συλλογικό: μύθοι και πραγματικότητα την εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.
Μαρξ: κριτική της πολιτικής οικονομίας, ΔΙΑΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ.
Μαρξ: Κεφάλαιο, τρίτος τόμος, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ.
Μπαλιμπάρ στο συλλογικό: διαβάζοντας το Κεφάλαιο, εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.
Μπετελέμ: μετάβαση στην σοσιαλιστική οικονομία, εκδόσεις ΜΠΑΥΡΟΝ.
Πατέλη: για την αναγκαιότητα διάκρισης πρώιμων και ύστερων σοσιαλιστικών επαναστάσεων, ΔΙΑΠΛΟΥΣ 18/2007
Πατέλη: αυτοματοποίηση της παραγωγής και χαρακτήρας της εργασίας, www.geocities.com/ilhsgr/ilhsgr.htm
Παυλίδη: το φαινόμενο της γραφειοκρατίας στην ΕΣΣΔ, εκδόσεις ΣΙΔΕΡΑΤΟΣ
Πολίτη: η επικαιρότητα του σοσιαλισμού τον 21ο αιώνα, ΔΙΑΠΛΟΥΣ 15/2006
Πολίτη: ο δογματισμός του ακαδημαϊκού μαρξισμού, ΔΙΑΠΛΟΥΣ 12/2006

[1]ολοκληρωτικός καπιταλισμός (Λιοδάκης, ΝΑΡ), διεθνικός ή υπερεθνικός καπιταλισμός, παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, ή άλλα.
[2] πχ περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ . Για μια κριτική θεώρηση βλέπε Δ. Πολίτη: ο δογματισμός του ακαδημαϊκού μαρξισμού, ΔΙΑΠΛΟΥΣ τ. 12
[3] Σύμφωνα με ορισμένες αναλύσεις οι παραγωγικές σχέσεις αποτελούνται από τρία στοιχεία, την κυριότητα (οικονομική και όχι νομική), την κατοχή (τον έλεγχο-διεύθυνση της εργασιακής διαδικασίας), και την νομή (ικανότητα χειρισμού των εργαλείων-μέσων παραγωγής).
[4] ή με τα λόγια του Μαρξ: «πρόκειται για κατάργηση του κεφαλαίου σαν ιδιωτική ιδιοκτησία μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού», ΚΕΦΑΛΑΙΟ, τρίτος τόμος, 27ο κεφάλαιο, σελ. 553
[5] Αυτό φαίνεται από το ότι οι νέες τεχνολογίες απαιτούν ένα ανεβασμένο ρόλο των εμπλεκόμενων εργαζομένων, αυτό που περιγράφεται σαν μεταφορντισμός.
[6] Καπιταλισμός και πλήρης αυτοματοποίηση αλληλοαποκλείονται εξ ορισμού, μιας και καπιταλισμός σημαίνει εκμετάλλευση ζωντανής εργασίας.
[7] Βαζιούλιν, Πατέλης, και πρόσφατα Ρούσης (αν και προσπαθώντας να εξάγει τις απόψεις του από ένα χωρίο των GRUNDISSE, και γενικότερα στους κλασσικούς, έχει κατά την γνώμη μας λιγότερη ακρίβεια στις αναλύσεις του).
[8] οι Μαρξ-Ένγκελς αρχικά περίμεναν να ξεσπάσει νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση το …1848, αργότερα έκαναν αυτοκριτική για αυτές τις αυταπάτες τους.
[9] Μου φαίνεται σωστή η αντίληψη του περιοδικού ΘΕΣΕΙΣ (που την αποδίδουν στον Μπετελέμ), ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι ξεχωριστός τρόπος παραγωγής ή απλά ανώριμος κομμουνισμός, αλλά μεταβατική περίοδος, όπου συνυπάρχουν ιδιωτικοκαπιταλιστικά, κρατικοκαπιταλιστικά, μικροεμπορευματικά και κομμουνιστικά στοιχεία.
[10] Βλέπε σχετικά: Συζήτηση για θέματα πολιτικής οικονομίας, εκδόσεις ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ, Στάλιν: οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού, την συζήτηση στην δεκαετία του ’60, την συζήτηση για την σοσιαλιστική αγορά την εποχή της περεστρόικα, καθώς και άρθρα μετά την κατάρρευση πχ Γκερασίμοβ-Ποπώβ: οι αντιφάσεις στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού, ΚΟΜΕΠ, 5/2001.
[11] Μαρξ: κριτική της πολιτικής οικονομίας, ΔΙΑΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ, σελ 425.
[12] ενδεικτικά Χάρνεκερ: βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, σελ 277.
[13] Όχι ότι δεν παίζει καθόλου ρόλο, αλλά δεν είναι το κύριο. Από την άλλη οι αλληλοκατηγορίες για ρεφορμισμό, οπορτουνισμό, σεκταρισμό κτλ αγγίζουν μερικές φορές τα όρια του γελοίου. Δείχνει έλλειψης κατανόησης ότι οι διαφορετικές στρατηγικές και τακτικές, ακόμα και οι θεωρητικές προσεγγίσεις, αντανακλούν την διαφορετική κατάσταση μερίδων της εργατικής τάξης (ή και ριζοσπαστικοποιημένων μεσαίων στρωμάτων), είναι αντικειμενικές, και μπορούν να αξιοποιούνται στην μάχη κατά του κοινού εχθρού αντί να συντηρούν μια κατάσταση εμφύλιας διαμάχης στα πλαίσια του αντικαπιταλιστικού στρατοπέδου.

Η ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΤΟΝ 21ο ΑΙΩΝΑ

(δημισιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΠΛΟΥΣ, τεύχος 15)

Εισαγωγή.
Στην εποχή μας δεν φτάνει η επεξεργασία επιμέρους ζητημάτων της θεωρίας μας, αλλά όπως προτείνει ο Ρώσος φιλόσοφος Βαζιούλιν, χρειάζεται βασική έρευνα, επεξεργασία των βάσεων της επαναστατικής θεωρίας. Όπως με κάθε μεγάλη ανακάλυψη των θετικών επιστημών πρέπει να αλλάζει η μορφή του διαλεκτικού υλισμού (Ένγκελς), έτσι και με κάθε σοβαρή στροφή στην ιστορία χρειάζεται βαθύτερη επεξεργασία του ιστορικού υλισμού.
Σήμερα πρέπει να τον επεξεργαστούμε κάτω από την κρίσιμης σημασίας εμπειρία των χωρών του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Έτσι εξ άλλου και ο Μαρξ επεξεργάστηκε την θεωρία του. Για την μελέτη του καπιταλισμού κατέφυγε στην τυπική περίπτωση της Αγγλίας. Από την αποτυχημένη προσπάθεια της κομμούνας έβγαλε σοβαρά θεωρητικά συμπεράσματα για το κράτος και την επανάσταση.
Στην εποχή του ο Μαρξ είχε όχι έναν, αλλά τρεις σοβαρούς περιορισμούς[1]. Έναν αντικειμενικό, το επίπεδο της κοινωνικής ανάπτυξης της εποχής του (πρώτα στάδια καπιταλισμού, απουσία σοσιαλιστικής κοινωνίας). Έναν γνωσιολογικό, το επίπεδο επιστημονικής κατάρτισης της εποχής του (κυριαρχία μεταφυσικής και ιδεαλισμού). Ένας τρίτος περιορισμός ήταν τα καθήκοντα που είχε να λύσει, και ο ίδιος και η ανθρωπότητα τότε, δηλαδή την αρχική μελέτη της γενικής ουσίας του καπιταλισμού. Αναγκάστηκε να αρχίσει σχεδόν από την αρχή, να χαράξει νέα επιστημονική μέθοδο, και κατάφερε να δώσει ένα ανεπανάληπτο επιστημονικό έργο, την μελέτη του καπιταλισμού, κύρια στα πρώιμα στάδια του.
Οι καλλίτεροι μαθητές του δεν αντιμετώπιζαν το έργο του σαν τελειωμένο, ούτε σαν δόγμα. Δυστυχώς αργότερα πολιτικοί λόγοι επέβαλλαν την αγιοποίησή του, κάτι που αντίκειται στο πνεύμα του ίδιου του μαρξισμού.

Ποια είναι τα ερωτήματα που ζητούν απάντηση.

Ίσως βοηθάει καλλίτερα στον προσανατολισμό της έρευνας, να τεθούν τα ερωτήματα που είναι προς απάντηση. Και αυτά φαίνονται θεμελιακά.
Γιατί ο καπιταλισμός ζει και βασιλεύει; Γιατί δεν έγιναν νικηφόρες επαναστάσεις στις αναπτυγμένες χώρες; Γιατί ο καπιταλισμός νίκησε στην άμιλλα τον σοσιαλισμό, που σύμφωνα με την θεωρία μας θεωρείται «ανώτερο» σύστημα, και επιτρέπει την καλλίτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων; Ή μήπως οι χώρες αυτές δεν ήταν σοσιαλιστικές; Ποια είναι η τύχη του κομμουνιστικού ιδανικού;
Θεμελιώδη ερωτήματα, που προσανατολίζουν σε θεμελιώδη έρευνα.
Στηριγμένοι σε μελέτες μαρξιστών ερευνητών, αλλά και σε δικές μας επεξεργασίες, θα επιχειρήσουμε μια πρώτη συνοπτική απάντηση, (χωρίς απόδειξη και ανάλυση κατ αρχήν), και μετά θα προσπαθήσουμε σε ειδικά κεφάλαια να τεκμηριώσουμε τους ισχυρισμούς μας. Έτσι θα φανεί καλλίτερα τι υποστηρίζουμε, και τι απόψεις βάζουμε σε συζήτηση.

Το προηγούμενο, πρόσφατο στάδιο του καπιταλισμού (μονοπωλιακός καπιταλισμός ή ιμπεριαλισμός), που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα (από τις αρχές του και για έξι-εφτά δεκαετίες), αποδείχτηκε, αντίθετα από ότι πιστεύαμε, ανώριμο για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, για δύο βασικά λόγους:
ü πρώτον στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η αστική τάξη είχε την δυνατότητα, λόγω των μονοπωλιακών υπερκερδών και της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης, να εξαγοράζει μεγάλες μερίδες της εργατικής τάξης, και να σταθεροποιεί με συμβιβασμούς (κράτος πρόνοιας κτλ) την εξουσία της.
ü Δεύτερο, η μηχανική παραγωγή που κυριαρχούσε, αντίθετα πάλι από ότι πιστεύαμε[2], δεν είναι η υλική βάση του κομμουνισμού, αλλά του καπιταλισμού. Υλική βάση του κομμουνισμού είναι η αυτοματοποιημένη παραγωγή.
Η στρατηγική που επιλέχθηκε υποχρεωτικά από το επαναστατικό κίνημα (του αδύνατου κρίκου στις περιφερειακές χώρες, που θα βοηθούσαν να εκδηλωθεί επανάσταση και στα κέντρα του καπιταλισμού), δεν απέδωσε αποτελέσματα. Οδήγησε σε «πρώιμες» επαναστάσεις, που οδηγούν σε κοινωνίες «πρώιμου» σοσιαλισμού[3] με βαριά την κληρονομιά του χαμηλού επιπέδου αφετηρίας τους, με τυπική και όχι πραγματική κοινωνικοποίηση της ιδιοκτησίας, με εργασία που δεν μπορεί ακόμα να γίνει ζωτική ανάγκη και παρέχεται χάριν του μισθού, με εργατική τάξη που δεν διευθύνει άμεσα, αλλά μέσω αντιπροσώπων, και μια σειρά άλλα ‘αμαρτήματα’, που παρατηρούνταν στις κοινωνίες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Και στην άμιλλα με τον πολύ πιο αναπτυγμένο καπιταλισμό, ιδιαίτερα αν συντρέχουν και μια σειρά αιτίες υποκειμενικού χαρακτήρα, πολύ δύσκολα μπορούσαν να επιβιώσουν.

Σήμερα ο καπιταλισμός μπήκε σε ένα νέο στάδιο. Οι αλλαγές που παρατηρούνται φέρουν ξανά στην επικαιρότητα τον σοσιαλισμό, και μάλιστα στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες[4]. Και αυτό γιατί: Ο νεοφιλελευθερισμός, θέτει σε δοκιμασία τα περιθώρια ελιγμών της αστικής τάξης, και την συμμαχία με την πλειοψηφία της εργατικής τάξης. Από την άλλη, οι νέες τεχνολογίες και οι εισαγωγές αυτοματισμών στην παραγωγή, φέρνουν πιο κοντά την υλική βάση του κομμουνισμού. Οι εισαγωγή μεταφορντικών στοιχείων στην οργάνωση της εργασίας δείχνουν, έστω και με στρεβλό-καπιταλιστικό τρόπο, ότι οι παραγωγικές δυνάμεις επιτρέπουν άλλο, ανεβασμένο ρόλο, για την εργατική τάξη. Η παραπέρα διεθνοποίηση της οικονομίας φέρνει πιο κοντά το ιδανικό της παγκοσμιότητας του κομμουνισμού.
Φυσικά η ενδιάμεση περίοδος μεταξύ της μηχανικής παραγωγής (υλικής βάσης του καπιταλισμού), και της πλήρους αυτοματοποίησης (υλικής βάσης του κομμουνισμού), είναι μια μακρά περίοδος, στην οποία μπορεί να υπάρξει και ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός. Το ποιο σύστημα θα επικρατήσει θα είναι αποτέλεσμα της πολιτικής πάλης, που όμως πρέπει να στηρίζεται σε φρέσκιες θεωρητικές επεξεργασίες, όπως για παράδειγμα της θεωρίας της μετάβασης (της αντικατάστασης ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού), μιας σύγχρονης θεωρίας πολιτικής επιστήμης, καθώς και αναλύσεων για το στάδιο του καπιταλισμού που διανύουμε, την ταξική και κοινωνική του διάρθρωση κτλ.




Η θεωρία της μετάβασης.

Πριν από 25 περίπου χρόνια ο Γκοντελιέ, απαντώντας στην θέση του Μπαλιμπάρ[5] ότι ο Μαρξισμός δεν είχε επεξεργαστεί μια ολοκληρωμένη θεωρία της μετάβασης, έδωσε σε αδρές γραμμές τα βασικά σημεία μιας σχετικής θεωρίας, δείχνοντας ταυτόχρονα και τα όρια της.
Σύμφωνα με την μαρξική θεωρία της διαλεκτικής παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων, ένας καινούργιος τρόπος παραγωγής πρώτα αναπτύσσεται σε κληροδοτημένη από τον προηγούμενο τρόπο υλική βάση. Είναι το στάδιο της τυπικής υπαγωγής της εργασίας στον νέο τρόπο παραγωγής[6]. Όσο αναπτύσσεται ο καινούργιος τρόπος αρχίζει να διαμορφώνει την δική του βάση, και μόλις την διαμορφώσει τότε έχουμε πραγματική υπαγωγή. Στον καπιταλισμό, τα πρώτα χειροτεχνικά εργαστήρια που λειτουργούσαν σε καπιταλιστική βάση, καθώς και η μανιφακτούρα, αφοράν το στάδιο της τυπικής υπαγωγής. Η βιομηχανία, η μηχανική παραγωγή, ήταν η δημιουργημένη από τον καπιταλισμό αντίστοιχη βάση. Μόλις δημιουργηθεί αυτή η βάση, η χαρακτηριστική για τις νέες παραγωγικές σχέσεις, αποκλείεται και κάθε πισωγύρισμα, τουλάχιστον από εσωτερικές αιτίες[7].
Έτσι, στη διάρκεια κυριαρχίας της μηχανικής παραγωγής, μπορεί να έχουμε και καπιταλισμό και σοσιαλισμό, αλλά ο σοσιαλισμός θα είναι σε αναντίστοιχη εαυτού βάση[8]. Όσο μάλιστα πιο πρώιμη είναι η μηχανική παραγωγή, τόσο πιο ασταθές θα είναι το καινούργιο κοινωνικό σύστημα. Αν μάλιστα οικοδομείται σε καθυστερημένες χώρες, ο κίνδυνος παλινόρθωσης γίνεται ακόμα μεγαλύτερος. Αυτή η θεωρητική τοποθέτηση είναι η βάση για την αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός πρέπει να αρχίσει να οικοδομείται στις πιο αναπτυγμένες χώρες, και μάλιστα αυτό ισχύει τόσο πιο πολύ όσο πιο νωρίς ξεκινήσει αυτή η οικοδόμηση.
Η ιστορία για το ζήτημα της ωριμότητας της επανάστασης είναι αρκετά παλιά. Οι Μαρξ-Ένγκελς αρχικά θεωρούσαν ότι ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα (γύρω στα 1850) είναι ώριμες οι συνθήκες για τον σοσιαλισμό. Γρήγορα συνειδητοποίησαν το λάθος τους. Γράφει ο Ένγκελς : «η ιστορία έδωσε άδικο σε μας και σε όλους όσους σκέφτονταν όπως και εμείς. Ξεκαθάρισε ότι η κατάσταση της οικονομικής εξέλιξης στην ηπειρωτική Ευρώπη δεν ήταν τότε καθόλου ώριμη για την παραμέριση της καπιταλιστικής παραγωγής. Το έδειξε αυτό με την οικονομική επανάσταση που από το 1848 αγκάλιασε όλη την ήπειρο…πάνω σε καπιταλιστική βάση, βάση που το 1848 είχε επομένως ακόμα μεγάλη ικανότητα επέκτασης»[9]. Η ήττα της επανάστασης προσγειώνει τους Μαρξ-Ένγκελς στο ότι η ανατροπή του καπιταλισμού δεν είναι ώριμη το …1848, αλλά και πάλι γίνεται λόγος για την ήπειρο, αφήνοντας περιθώρια στην πιο αναπτυγμένη Αγγλία.
Στα τέλη του 19ου αιώνα επανέρχεται η αντίληψη για άμεσο λίγο πολύ πέρασμα στην Γερμανία, (ενισχυόμενη και με τις εκλογικές επιτυχίες του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος). Αυτό πχ είναι το πνεύμα που έχει γραφεί το Αντι-ντύρινγκ.
Αρχές του 20ου αιώνα ο Λένιν επαναφέρει την ιδέα του σαπίσματος του ιμπεριαλισμού, το ότι ενδιάμεσο σκαλοπάτι μεταξύ του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και του σοσιαλισμού δεν υπάρχει, και διαβεβαιώνει ότι «η μαγείρισσα μπορεί να διοικήσει το κράτος».
Και η πρόσφατη ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στην ολότητα του δείχνει ότι διακατέχονταν από την άποψη ότι είναι υπερώριμη η δυνατότητα του σοσιαλισμού, για να μην αναφέρουμε την αντίληψη του ΚΚΣΕ την δεκαετία του ΄60[10] ότι σε είκοσι χρόνια θα έχουμε περάσει στον κομμουνισμό.
Οι αντιλήψεις αυτές, και οι ιδιαίτερα του ίδιου του Μαρξ πριν 150 χρόνια, είναι προφανώς αναντίστοιχες με την δική του μεγαλοφυή τοποθέτηση, στον περίφημο πρόλογο στην κριτική της πολιτικής οικονομίας (1859):
«ένα κοινωνικό συγκρότημα ποτέ δεν εξαφανίζεται προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και ποτέ δεν παίρνουν την θέση του καινούργιες και ανώτερες παραγωγικές σχέσεις προτού οι υλικοί όροι γι αυτές τις σχέσεις να ωριμάσουν μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας».

Τότε τι ήταν οι κοινωνίες που προέκυψαν από την Οκτωβριανή και τις άλλες επαναστάσεις;
Ο Βαζιούλιν εισάγει την εξαιρετικής σημασίας έννοια του πρώιμου σοσιαλισμού[11] και την συνδέει με το ζήτημα της υλικής βάσης. Τα βασικά του χαρακτηριστικά είναι:
Α) η τυπική και όχι πραγματική κοινωνική ιδιοκτησία[12]. Έτσι έχουμε αυτοτελείς επιχειρήσεις που καθιστούνε αναγκαίες τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, (υποταγμένες όμως στον κρατικό σχεδιασμό).
Ανάλογα μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τυπική είναι και η εξουσία της εργατικής τάξης, εξουσία στο όνομα της, διαμεσολαβημένη από το κόμμα της.
Β)Η κυριαρχία της μηχανικής παραγωγής, με σημαντικά στοιχεία χειρωνακτικής εργασίας[13], και μόνο στοιχεία αυτοματοποίησης σε τμήματα παραγωγής. Αποτέλεσμα αυτού είναι η εμφάνιση αποξενωτικών φαινομένων, παρόμοιων με την καπιταλιστική μηχανική παραγωγή. [14]
Γ)Η εργασία δεν μπορεί να είναι ανάγκη αλλά διεξάγεται χάριν του μισθού, ή σε κάποιο ποσοστό χάριν της κοινωνικής καταξίωσης. Έτσι παρατηρούνται εκτεταμένα φαινόμενα τεμπελιάς και αποφυγής. Η έλλειψη ανεργίας και η κατάργηση της καπιταλιστικής καταπίεσης επιβάλλουν μέτρα «σοσιαλιστικού» πειθαναγκασμού για την αποτελεσματική διεκπεραίωση της.
Δ)αντίστοιχο είναι και το εποικοδόμημα (γραφειοκρατία, έμμεση αντιπροσώπευση, κόμμα αντί Σοβιέτ κτλ).

Από την μηχανική παραγωγή μέχρι την πλήρη αυτοματοποίηση υπάρχουν διάφορα στάδια. Πρώτα έχουμε την περίπλοκη εκμηχάνιση. Μετά έχουμε την εισαγωγή αυτοματισμών σε ορισμένα τμήματα σε μερικούς κλάδους. Μετά έχουμε το πλήρως αυτοματοποιημένο εργοστάσιο. Την αυτοματοποίηση στους κυριότερους κλάδους. Και τέλος την παραγωγή αυτομάτων από αυτόματα, στα πλαίσια ενός ενιαίου παραγωγικού συμπλέγματος.[15]



Η επικαιρότητα του σοσιαλισμού σήμερα.

Από τα λίγα και γενικά που αναφέραμε εξηγείται γιατί η προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης αποκλειστικά σε σχετικά καθυστερημένες χώρες, δεν είχε σχεδόν καθόλου πιθανότητες επιτυχίας, και γιατί εμφανίστηκαν μια σειρά αρνητικά φαινόμενα, (πέρα βέβαια από τις μεγάλες επιτυχίες).
Στο σημερινό στάδιο όμως, όπως ήδη αναφέραμε, έχουμε μια σειρά αλλαγές που -όπως μπορούμε να υπολογίζουμε σήμερα- μπορούν να καταστήσουν εφικτή την σοσιαλιστική επανάσταση και οικοδόμηση. Αυτό φυσικά, στο βαθμό και όταν ξεπεραστεί η αρνητική αντίληψη σε πλατειά στρώματα για το σοσιαλισμό λόγω της κατάρρευσης, (και στο βαθμό που οι επαναστατικές δυνάμεις αρθούν στο ύψος της θεωρητικής κατανόησης της νέας συγκυρίας).
Τρία κυρίως είναι τα φαινόμενα που δικαιολογούν τον παραπάνω ισχυρισμό μας.
Στο ιμπεριαλιστικό στάδιο, η αστική τάξη μπορούσε να εξαγοράζει μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης, λόγω της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης. Όπως έγραφε ο Λένιν στον ιμπεριαλισμό «τα υψηλά μονοπωλιακά κέρδη που βγάζουν οι καπιταλιστές…τους δίνουν την οικονομική δυνατότητα να εξαγοράζουν ορισμένα στρώματα των εργατών, προσωρινά μάλιστα και μια αρκετή σημαντική μειοψηφία τους, τραβώντας τους με το μέρος της αστικής τάξης…του δοσμένου έθνους…».[16]
Σαν αποτέλεσμα έχουμε διάδοση του οπορτουνισμού, ενίσχυση της σοσιαλδημοκρατίας, που για μεγάλες περιόδους έγινε το βασικό κόμμα του καπιταλισμού. Φυσικά οι παραχωρήσεις στο βιοτικό επίπεδο των εργατών, η δημιουργία του κοινωνικού κράτους, οι κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις (μερικός σχεδιασμός, κάποιες κρατικοποιήσεις κτλ), ήταν σε ένα βαθμό και αποτέλεσμα του αντίπαλου δέους του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, αλλά ήταν δυνατές ακριβώς στο προηγούμενο στάδιο με τα χαρακτηριστικά που είχε (φορντισμός, κευνσιανισμός, προστατευτισμός κτλ)
Σήμερα η νεοσυντηρητική επίθεση στην εργατική τάξη θέτει σε δοκιμασία την συμμαχία αυτή. Έχει επαρκώς εξηγηθεί πώς η διεθνοποίηση –κατ’ άλλους παγκοσμιοποίηση- της οικονομίας και η απότομη όξυνση του ανταγωνισμού, σχετίζεται με τον νεοσυντηρητισμό, με την ανεργία, τα χαμηλά μεροκάματα, την καταστροφή του κράτους πρόνοιας, τις ιδιωτικοποιήσεις, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, την αχαλίνωτη κερδοφορία του κεφαλαίου.
Ένας άλλος ευνοϊκός παράγοντας είναι το ότι η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών μας φέρνει πιο κοντά στην υλική βάση του κομμουνισμού.
Δυο πλευρές αυτής της προβληματικής.
Με την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών παρατηρούνται αναδιαρθρώσεις και της εργασιακής διαδικασίας στην κατεύθυνση του νεοφορντισμού, ή τογιοτισμού. Αυτό αντανακλά την αναγκαιότητα για νέο, ανώτερο ρόλο του άμεσα εργαζόμενου στην παραγωγική διαδικασία, άλλο αν στον καπιταλισμό γίνεται στρεβλά, περιορισμένα, και με σκοπό την μεγιστοποίηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ανοίγει νέες δυνατότητες στον άμεσο παραγωγό να μπορεί αλλά και να θέλει να ελέγχει και να διευθύνει σε νέες κοινωνικές συνθήκες την παραγωγή. Τα εκτεταμένα μεσαία μισθωτά στρώματα που δημιουργούνται δείχνουν τις διευθυντικές για την παραγωγή ικανότητες της εργατικής τάξης, και από αντικειμενική άποψη (δεξιότητες), και από υποκειμενική (θέληση τους για κάτι τέτοιο). Άλλο αν σήμερα κάτω από την πολύπλευρη ηγεμονία του κεφαλαίου (αλλά και τα συστήματα πληρωμής με μπόνους, συμμετοχής στα κέρδη κτλ) υποτάσσονται και συμμαχούν μαζί του.

Η αυτοματοποίηση, έστω και περιορισμένα και κάτω από τον σχεδιασμό του κεφαλαίου, μεταμορφώνει την ίδια την εργασία. Ανοίγει δυνατότητες για ελάφρυνση της, για περιορισμό των μηχανικών μονότονων κινήσεων, για εισαγωγή πνευματικών χαρακτηριστικών στην χειρωνακτική διαδικασία. Αυτό ανοίγει δυνατότητες, με αλλαγή του εκμεταλλευτικού σημερινού χαρακτήρα της, να περιορίσει τις αποξενωτικές τάσεις, να περιοριστεί δραστικά η διάρκεια της. Ακόμα και στον καπιταλισμό σε συνθήκες εκμετάλλευσης, μια σειρά μισθωτοί, κύρια σε υψηλής τεχνολογίας πολυεθνικές, καταφέρνουν να έχουν σχετικά δημιουργική δουλειά και να την αντιμετωπίζουν περισσότερο σαν ανάγκη παρά σαν αγγαρεία. (ανεξάρτητα από τις ιδεολογικές παρενέργειες που αυτό επιφέρει).
Η απότομη όξυνση του προβλήματος της ανεργίας είναι μια άλλη παράμετρος της αυτοματοποίησης. Σε κάποια φάση θα συνειδητοποιηθεί πλατειά ότι μόνο μια σχεδιασμένη οικονομία που δεν λειτουργεί με κριτήριο το κέρδος, αλλά την ικανοποίηση των αναγκών, μπορεί να δώσει λύση.
Πάντως η αυτοματοποίηση στον καπιταλισμό έχει κάποια όρια. Πέρα από τα θεωρητικά όρια, μιας και καπιταλισμός σημαίνει απόσπαση υπερεργασίας από την ζωντανή εργασία, σήμερα, με την διεθνοποίηση της παραγωγής και την μεταφορά μέρους της σε χώρες με φτηνότερα μεροκάματα, έχουν ανακοπεί οι ρυθμοί εισαγωγής νέων τεχνολογιών. Σε κάποια φάση η τάση φρεναρίσματος νέων τεχνολογιών θα κάνει πιο φανερό το ότι ο καπιταλισμός αποτελεί εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ότι επιβάλλεται η αντικατάσταση του από τον κομμουνισμό.

Για τον κομμουνισμό.
Η αναγκαιότητα του κομμουνισμού αποδεικνύεται επιστημονικά. Το απώτερο όριο για το άνοιγμα της διαδικασίας οικοδόμησης του βρίσκεται τότε που θα αποτελεί τεχνική αναγκαιότητα για το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, ένας άλλος ρόλος των άμεσων παραγωγών, ρόλος ελέγχου, διαχείρισης, διεύθυνσης (κάτι που αχνοφαίνεται και σήμερα με τις αναδιαρθρώσεις στα πλαίσια του μεταφορντισμού). Φυσικά αυτό δεν θα γίνει αυτόματα, αλλά μέσα από την ταξική πάλη. Αλλά και πριν από τότε, οι οξυμένες αντιθέσεις του καπιταλισμού, καθώς και προβλήματα πλανητικής διάστασης, όπως η μόλυνση, το ενεργειακό, της ειρήνης, κτλ, μέσα από την πολιτική πάλη της εργατικής τάξης, μπορούν να οδηγήσουν στην διαδικασία ανατροπής του.
Αν και δεν μπορούμε να περιγράψουμε με λεπτομέρειες τα χαρακτηριστικά του, μπορούμε αλλά και πρέπει, να προσδιορίσουμε μερικές βασικές συνιστώσες του.

Σκοπός του δεν θα είναι κυρίως η ικανοποίηση υλικών αναγκών, αλλά η δημιουργία ελεύθερων και πολύπλευρων προσωπικοτήτων. Η αντίληψη για την πλήρη ικανοποίηση των υλικών αναγκών δεν φαίνεται ρεαλιστική, γιατί και είναι δύσκολο να προβλέψουμε την μελλοντική δομή των αναγκών[17], αλλά και γιατί μόλις ικανοποιηθεί μια ανάγκη, δημιουργούνται άλλες στην θέση της. Επόμενα αν και θα υπάρχει μεγάλη αφθονία αγαθών, αν και οι βασικές υλικές και πνευματικές ανάγκες θα ικανοποιούνται ακόμα και χωρίς προσφορά εργασίας, θα είναι αδύνατο να υπάρξει πλήρης ικανοποίηση, μάλλον θα διευρύνεται το χάσμα των νέων ανικανοποίητων αναγκών και των δυνατοτήτων ικανοποίησης τους. Να δώσουμε δυο παραδείγματα. Η εργασία θα είναι ζωτική ανάγκη, αλλά φυσικά μια δημιουργική και υψηλών προδιαγραφών εργασία. Θα είναι εύκολο να προσφερθεί τέτοια εργασία σε όλους;
Δεύτερο, η ανάπτυξη της επιστήμης θα δημιουργήσει για παράδειγμα ανάγκες, όπως ο διαστημικός τουρισμός, κάτι που δεν θα είναι εύκολο για ένα διάστημα να ικανοποιείται για πολύ κόσμο. Άρα η γνωστή μαρξική ρήση «στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του», θα πρέπει να ερμηνεύεται με ευρύ τρόπο, και κύρια σαν δυνατότητα να αναπτύσσει κανείς ολόπλευρα την προσωπικότητα του.

Βασικό χαρακτηριστικό θα είναι η μετατροπή της εργασίας σε ζωτική ανάγκη. Θα καταργηθεί η διάκριση μεταξύ ελεύθερου και εργάσιμου χρόνου.
Ήδη από σήμερα βλέπουμε έναν προσανατολισμό σε πιο δημιουργικά επαγγέλματα, και μια μερίδα επιστημόνων που απασχολούνται πχ στην έρευνα, ή σε υψηλών προδιαγραφών θέσεις εργασίας, έχουν μια διαφορετική σχέση προς την εργασία, ακόμα και αν υφίστανται καπιταλιστική εκμετάλλευση. Αυτό θα επιταχυνθεί απότομα στον κομμουνισμό σαν αποτέλεσμα τουλάχιστον τεσσάρων παραγόντων: την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Την αυτοματοποίηση, που θα απαλλάξει την εργασία από τα μονότονα, κουραστικά και επιβλαβή για τον ανθρώπινο οργανισμό χαρακτηριστικά, θα μειώσει σημαντικά τον εργάσιμο χρόνο. Τον σημαντικό περιορισμό ή και κατάργηση της διάκρισης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας, με την αυτοματοποίηση διαδικασιών, την ανάληψη διαχείρισης από την εργατική τάξη. Την δυνατότητα εναλλαγής από εργασία σε εργασία, με την ολόπλευρη αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων.
Η δυνατότητα να καλύπτει κανείς τις βασικές ανάγκες του χωρίς να εργάζεται, θα απελευθερώσει την εργασία από τον καταναγκαστικό της χαρακτήρα, θα την μετατρέψει σε ζωτική ανάγκη του υγιούς ανθρώπινου οργανισμού. Έτσι θα καταργηθεί ουσιαστικά η διάκριση ελεύθερου και εργάσιμου χρόνου, η δημιουργική εργασιακή ενασχόληση θα είναι η πιο ευχάριστη δραστηριότητα, μαζί με τον πολιτισμό, την ικανοποίηση της ανάγκης για πληροφόρηση και μάθηση, τον τουρισμό, την φυσική και διανοητική[18] αγωγή.

Ο κομμουνισμός δεν θα είναι ειδυλλιακή κοινωνία χωρίς αντιθέσεις, αλλά νέες αντιθέσεις και προβλήματα θα βγουν στο προσκήνιο.
Μια ουτοπική κοινωνία, κάπως επίπεδη και βιβλική, δεν έχει θέση στην ιστορία. Μόλις μια αντίθεση λύνεται, άλλες δημιουργούνται ή βγαίνουν στην επιφάνεια. Ο κομμουνισμός δεν λύνει όλα τα ανθρώπινα προβλήματα, το αντίθετο, λύνει μόνο ένα πρόβλημα, το ζήτημα εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, και ότι παράγωγα ζητήματα ανακύπτουν. Τα υπόλοιπα προβλήματα παραμένουν, αλλά και άλλα που θα βγουν στο προσκήνιο, θα ζητούν λύση, όπως τα προβλήματα της ατομικής ευτυχίας, της υγείας, των γηρατειών, της ανακάλυψης του νοήματος της ζωής, των διαπροσωπικών σχέσεων κτλ.
Και ο κομμουνισμός θα έχει στάδια, που φυσικά δεν μπορούμε, αλλά και δεν χρειάζεται να προβλέψουμε. Αντικείμενο της παραγωγικής δραστηριότητας δεν θα είναι μόνο ο μετασχηματισμός της φύσης αλλά και η δημιουργία τεχνητού περιβάλλοντος. Σε κάποια φάση θα υπάρξει και έξοδος από την γη στο διάστημα.


Νέο στάδιο του καπιταλισμού.
Από το φωτεινό μέλλον του κομμουνισμού ας επιστρέψουμε στο ζοφερό παρόν του καπιταλισμού.
Στα πλαίσια της ριζοσπαστικής Αριστεράς υπάρχουν δυο βασικές αντιλήψεις για το χαρακτήρα της σημερινής εποχής.
Η μια υποστηρίζει ότι ο σημερινός καπιταλισμός παραμένει στο στάδιο του ιμπεριαλισμού (ή του μονοπωλιακού καπιταλισμού), στάδιο που η αρχή του ανάγεται στα τέλη του προ-προηγούμενου αιώνα (τελευταίες δεκαετίες του 1800). Από τότε, και παρά τις επιμέρους αλλαγές, η βασική ουσία είναι η ίδια, άρα δεν έχουμε και πολλά καινούργια πράγματα να πούμε ή να ψάξουμε. Είναι η αντίληψη πχ του ΚΚΕ, ή του περιοδικού ΘΕΣΕΙΣ.
Η άλλη υποστηρίζει ότι προς τα τέλη του προηγούμενου αιώνα (γύρω στα 1970), άρχισε να εμφανίζεται ένα καινούργιο στάδιο, που μεταμορφώνει τον σύγχρονο καπιταλισμό, που πρέπει να ερευνηθεί, και που επιβάλλει σοβαρές αναπροσαρμογές στην θεωρία και στην πολιτική. Βασικά χαρακτηριστικά του νέου σταδίου είναι: οι νέες τεχνολογίες, κύρια η μερική αυτοματοποίηση τμημάτων της παραγωγής. Η σημαντική διεθνοποίηση της οικονομίας, με κύριο χαρακτηριστικό τις περιφερειακές ολοκληρώσεις αλλά και υπερεθνικές ρυθμίσεις. Ο κυρίαρχος ρόλος των υπερεθνικών εταιρειών (που δεν είναι ακριβώς το ίδιο με τις πολυεθνικές που έχουν κυρίως εθνική βάση). Η κλαδική αναδιάρθρωση, με ανερχόμενο ρόλο των υπηρεσιών, σε βάρος της υλικής παραγωγής, και με μερική γεωγραφική ανακατανομή της υλικής παραγωγής σε επιλεγμένες αναπτυσσόμενες χώρες. Η εμφάνιση νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας, με μερικό πέρασμα από το φορντικό μοντέλο της αλυσίδας, στο μεταφορντικό της πιο ευέλικτης παραγωγής, της πολυειδίκευσης. Με σοβαρές αλλαγές στο εποικοδόμημα και στην ταξική διαστρωμάτωση των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Έχουμε μια διαφορετική, ή καλλίτερα δυο διακριτές μερίδες της εργατικής τάξης, στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού.
Αυτές οι σοβαρές αλλαγές, που εντελώς επιγραμματικά αναφέραμε, τροποποιούν ριζικά το σκηνικό της πολιτικής πάλης. Πώς; Εμείς εντοπίζουμε τρεις σημαντικές πλευρές:
ü Την μετατόπιση του κέντρου βάρους του αγώνα στην καρδιά του καπιταλισμού, στις αναπτυγμένες χώρες. Στην αναγκαιότητα επανάστασης σε ομάδα χωρών, και όχι σε μια μόνο χώρα.
ü Στον δραστικό περιορισμό των δυνατοτήτων εναλλακτικών σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών, στην σύγκλιση των δύο κύριων πολιτικών κομμάτων του καπιταλισμού, στην ουσιαστική χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατίας.
ü Στην σταδιακή αλλαγή του υποκειμένου της επανάστασης, της εργατικής τάξης. Αυτή δεν «εξαφανίζεται», όπως δήθεν προβλέπουν οι Rifkin, Schraff και άλλοι, αυτό που εξαφανίζεται είναι τα χαρακτηριστικά του προλεταριάτου του προηγούμενου (μονοπωλιακού) σταδίου.

Αναφερθήκαμε προηγούμενα για τους λόγους μετάθεσης της επανάστασης στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Να προσθέσουμε ότι η γιγάντωση των υπερεθνικών, με την διεθνή παρουσία, και οι ολοκληρώσεις, επιβάλλουν οι σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί να εξελίσσονται λίγο πολύ ταυτόχρονα σε ομάδες χωρών, αν και φυσικά οι επαναστάσεις δεν θα ωριμάζουν ταυτόχρονα, αλλά στην διάρκεια κάποιας ευρύτερης περιόδου.

Να πούμε δυο λόγια για τον περιορισμό δυνατότητας σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής.
Ας το εξηγήσουμε με ένα παράδειγμα. Ας πάρουμε πχ το αίτημα για το 35ωρο. Στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, μπορούσε να επιβληθεί από την ταξική πάλη σχετικά ευκολότερα, είτε με έναν γενικό νόμο στα πλαίσια ενός έθνους, είτε σταδιακά, ξεκινώντας από μεγάλα μονοπώλια υψηλής κερδοφορίας. Σήμερα η διεθνοποίηση και η απότομη όξυνση του ανταγωνισμού, δυσκολεύει πολύ την καθιέρωση του στα πλαίσια ενός έθνους, είτε ακόμα περισσότερο στα πλαίσια μιας μόνο επιχείρησης. Τα εργατικά δικαιώματα και το επίπεδο ζωής έχουν γίνει στο στάδιο του υπερεθνικού καπιταλισμού βασικό στοιχείο του ανταγωνισμού, ωθώντας τα πράγματα προς τα κάτω. Το ίδιο και οι φορολογικές, ασφαλιστικές και δημοσιονομικές ρυθμίσεις. Αυτό περιορίζει δραστικά και το πεδίο δράσης της σοσιαλδημοκρατίας, συνιστά ουσιαστικά χρεοκοπία της σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης. Από την άλλη επιβάλλει στα συνδικάτα να υιοθετήσουν αντικαπιταλιστικά αιτήματα, και στα κόμματα της Αριστεράς να βάλουν καθαρά το ζήτημα του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

Σημαντικές διαφοροποιήσεις έχουν γίνει στην ίδια την εργατική τάξη. Βασικά έχουμε δύο διακριτές ειδικευμένες μερίδες της:
ü την «παραδοσιακή», που απασχολείται σε επιχειρήσεις παλιάς τεχνολογίας, κύρια στην υλική παραγωγή, με σχετικά χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο, που εργάζεται ακόμα με φορντικές μεθόδους παραγωγής.
ü Και την «σύγχρονη», που απασχολείται σε επιχειρήσεις σύγχρονης τεχνολογίας, κύρια πολυεθνικές, στους κλάδους υπηρεσιών, νέων τεχνολογιών ή στο δημόσιο, με ψηλότερο μορφωτικό επίπεδο (πολλοί είναι απόφοιτοι πανεπιστημίου), και που όλο και περισσότερο εργάζονται με μεταφορντικές μεθόδους παραγωγής.
Είναι τόσες οι διαφορές τους που στην χώρα μας (και αλλού) εκφράζονται από διαφορετικά αριστερά κόμματα.
Η «σύγχρονη» αναπτύσσεται, ή «παραδοσιακή» φθίνει, αν και θα διατηρηθεί για πολύ χρονικό διάστημα, ιδιαίτερα στην χώρα μας.
Σήμερα πιο έμπειρη συνδικαλιστικά και πολιτικά είναι η παραδοσιακή εργατική τάξη, για αυτό και το ΚΚΕ, που σε γενικές γραμμές την εκπροσωπεί πολιτικά, είναι το ισχυρότερο στα πλαίσια της Αριστεράς. Όμως από την θέση της στην παραγωγή σήμερα, αλλά και το μορφωτικό της επίπεδο, δεν μπορεί να ανανεώσει την θεωρία μας, περιορίζεται σε μάχες οπισθοφυλακής. Ανάλογή είναι και η πολιτική και θεωρητική κατάσταση του ΚΚΕ.
Η σύγχρονη εργατική τάξη είναι ακόμα αδύνατη πολιτικά, εν πολλοίς κάτω από την αστική επιρροή. Πρέπει να απαλλαγεί από την αστική επιρροή, μετά να ηγεμονεύσει στα πλαίσια του εργατικού κινήματος[19] για να έχουμε στροφή στην ανάπτυξη του. Φαίνεται, ότι βρισκόμαστε σε μια μεταβατική περίοδο, που όσο πιο γρήγορα ξεπεραστεί τόσο καλλίτερα.

Επίλογος.
Αντανάκλαση αυτών των αλλαγών που αναφέραμε είναι η ανάγκη δημιουργικής ανάπτυξης του μαρξισμού. Τα ερωτήματα τέθηκαν ήδη από τα τέλη του 20ου αιώνα, αλλά δεν δόθηκαν τότε οι καλλίτερες απαντήσεις. Πάντα όταν χρειάζεται να ανοιχτούν καινούργιοι δρόμοι ελλοχεύει ο κίνδυνος του «αναθεωρητισμού»[20]. Αυτός δεν είναι λόγος για την αποστέωση, αυτό δεν αποτελεί άλλοθι του δογματισμού. Και αν τα αρχικά ανανεωτικά εγχειρήματα εκφυλίστηκαν, κάτω και από την καταθλιπτική σκιά του «σοβιετικού μαρξισμού», αλλά και γιατί ήταν ακόμα ανώριμο το νέο στάδιο, σήμερα τα πράγματα είναι πολύ καλλίτερα, και αυτό το δείχνει μια κάποια άνθιση του μαρξισμού, έστω και έξω από τα κυρίαρχα κομμουνιστικά κόμματα, έστω και χωρίς να έχει μπολιάσει ακόμα το εργατικό κίνημα. Όταν γίνει αυτό, θα δούμε μια πραγματική αντεπίθεση των επαναστατικών δυνάμεων που μπορεί να αποτελέσει και την ταφόπλακα του τελευταίου εκμεταλλευτικού συστήματος.


Διονύσης Πολίτης
Κέρκυρα, 15.5.2006
[1] Για περισσότερα δες Βαζιούλιν, η λογική της ιστορίας, εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.
[2] Η ανάλυση του Μαρξ στο κεφάλαιο είναι αντιφατική. Ενώ περιγράφει εξαιρετικά τον αλλοτριωτικό και αποξενωτικό χαρακτήρα της μηχανικής παραγωγής, τον υποδουλωτικό χαρακτήρα της, την καταστροφική της επίδραση απέναντι στις ανθρώπινες δεξιότητες, από την άλλη την θεωρεί άρρητα μεν, αλλά σαφώς, σαν υλική βάση του κομμουνισμού. Και αυτό γιατί δεν γνώριζε την αυτοματοποιημένη παραγωγή. Χρησιμοποιεί το όρο αλλά για να περιγράψει το τυπικό εργοστάσιο της απλής μηχανικής παραγωγής
[3] μια σημαντική θεωρητική έννοια που οφείλουμε, από ότι ξέρω, στον Βαζιούλιν.
[4] αυτό δεν αποκλείει την παράλληλη ύπαρξη επαναστατικών εστιών και σε μη αναπτυγμένες χώρες, όπως σήμερα στην Λ Αμερική, που όμως από μόνες τους δεν μπορούν να προχωρήσουν σε σοβαρές κοινωνικές αλλαγές.
[5] Διαβάζοντας το Κεφάλαιο, σχετικά με θεμελιώδεις έννοιες του ιστορικού υλισμού, εκδ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
[6] Αναλυτικά Μαρξ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ, 1ος τόμος, 14ο κεφάλαιο για την παραγωγή απόλυτης και σχετικής υπεραξίας.
[7] Γκοντελιέ, η θεωρία της μετάβασης στον Μαρξ, εκδ GUTENBERG.
[8] Βαζιούλιν, η λογική της ιστορίας, εκδ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.
[9] Πρόλογος στο «οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», Διαλεκτά έργα, σελ 131
[10] 22ο συνέδριο (1961): «το κόμμα διακηρύσσει επίσημα, η σημερινή γενιά των σοβιετικών ανθρώπων θα ζήσει στον κομμουνισμό».
[11] Πιστεύω ότι η έννοια αυτή συνιστά επιστημονική τομή, η βαθύτερη ουσία της είναι ότι συμφιλιώνει το σοσιαλιστικό χαρακτήρα των κοινωνιών αυτών με τις πραγματικές αδυναμίες τους, κάτι που η μεταφυσική σκέψη (και στα πλαίσια του μαρξισμού) αδυνατεί να συλλάβει.
[12] ο Γ Σταμάτης, στο εξαιρετικό βιβλίο του ‘σχέδιο και αγορά στις σοσιαλιστικές οικονομίες’, χρησιμοποιεί, με παρόμοιο περιεχόμενο κατά την γνώμη μας, τους όρους μη-άμεση κοινωνικοποίηση, και κοινωνικοποίηση σε κρατική βάση.
[13] το 1985 στην ΕΣΣΔ το μερίδιο της χειρωνακτικής εργασίας ανέρχονταν στο 40% (και σε μερικούς κλάδους ήταν περισσότερο, πχ οικοδομές 50%, αγροτική οικονομία 80%)
[14] για περισσότερα δες Δ Πατέλη, αυτοματοποίηση της παραγωγής και χαρακτήρας της εργασίας, στην ιστοσελίδα www.geocities.com/ilhsgr
[15] μιλάμε για τους κύριους κλάδους, τους ηγετικούς. Παράλληλα θα υπάρχουν τομείς με άλλο, χαμηλότερο επίπεδο αυτοματοποίησης, ή μηχανικής εργασίας, ή ακόμα και υπολείμματα χειρωνακτικής εργασίας.
[16] Άπαντα, τόμος 27, σελ 430, εκδ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ.
[17] Πχ βλέπε Α Σεστοπάλ, όπως δίνεται στο ΕΣΣΔ, ο σοσιαλισμός στο κατώφλι του 2000,Μ Ανδρουλάκης, εκδ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ.
[18] Όταν τα αυτόματα θα αναλάβουν μεγάλο μέρος της πνευματικής εργασίας, ο άνθρωπος κατ’ αντιστοιχία της φυσικής αγωγής, θα χρειάζεται για εξάσκηση του πνεύματος την λεγόμενη διανοητική αγωγή (μια ιδέα του Βαζιούλιν).
[19] Όχι σε αντιπαλότητα, αλλά ενωτικά με το άλλο, παραδοσιακό τμήμα της. Γενικότερα η άμιλλα για την ηγεμονία πιστεύω ότι δεν πρέπει να γίνεται με τον τρόπο που την διεξάγει σήμερα το ΚΚΕ, δηλαδή με εξόντωση των αντιπάλων, με την συντήρηση ενός εμφυλίου στα πλαίσια της Αριστεράς. Από την άλλη δεν είναι και σωστό να «ξεγράφεται» το ΚΚΕ, που σήμερα είναι ακόμα η πιο οργανωμένη και συνεπής αντικαπιταλιστική δύναμη.
[20] Για μια καλή απεικόνιση της σχετικής διαλεκτικής δες Πατέλη-Δαφέρμου-Παυλιδη, «ποια κληρονομιά απαρνούμαστε», στην ιστοσελίδα www.geocities.com/ilhsgr